▲▲
Skriv ut | Spara som Word-Fil | Spara som HTML

Συμπόσιο
Η περι έρωτος ηθικος
Αθηναίος Πλάτωνας
09/09/2007

1. ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Αισθάνομαι, ότι δεν είμαι απροετοίμαστος σε όσα μ’ ερωτάτε. Πράγματι έτυχε προ ημερών ν’ ανεβαίνω προς την πόλη από το σπίτι μου από το Φάληρο. Ένας γνωστός μου τότε με αντιλήφθηκε και μου φώναξε από μακριά αστειευόμενος συγχρόνως με τον τρόπο της προσφώνησης :

"Ε, συ" φώναξε "δημότη του Φαλήρου Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις;"

Εγώ σταμάτησα και τον περίμενα. Εκείνος τότε μου είπε:

"Αλήθεια, Απολλόδωρε. Ζητούσα τελευταία να σε βρω. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τη συγκέντρωση του Αγάθωνα και του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη και των άλλων, που έλαβαν μέρος στο δείπνο τότε, για τις ομιλίες περί έρωτος, τι έλεγαν. Κάποιος άλλος μου έκαμε λόγο γι’ αυτά, ο οποίος τα είχε ακούσει από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου πρόσθεσε δε ότι εσύ τα γνώριζες. Αλλά δεν είχε να μου πεί τίποτε συγκεκριμένο. Διηγήσου μου λοιπόν εσύ περί αυτών. Είσαι άλλωστε εσύ ο αρμοδιώτερος να ανακοινώνεις τις ομιλίες του φίλου σου. Πρώτ’ απ’ όλα όμως" προσέθεσε "πες μου: παρευρέθηκες προσωπικά σε αυτή την συγκέντρωση ή όχι;"

Εγώ τότε απάντησα:

"Ειν’ ολοφάνερο, πως τίποτε το θετικό δεν σ’ επληροφόρησε ο πληροφορητής σου, αφού πιστεύεις πως η συγκέντρωση αυτή, που μ’ ερωτάς, έλαβε χώρα τώρα τελευταίως, ώστε να είμαι παρών και εγώ".

"Και βέβαια".

"Από πού και ως που" είπα "Γλαύκωνα; Δεν ξέρεις πως είναι χρόνια πολλά που ο Αγάθωνας απουσιάζει απ’ εδώ, και ότι από τον καιρό που εγώ συναναστρέφομαι τον Σωκράτη και έχω βάλει σαν καθημερινό μου έργο να γνωρίζω ό,τι λέγει και ό,τι κάνει, δεν είναι καν ούτε τρία χρόνια; Σαν τότε γύριζα άσκοπα όπου τύχει και πίστευα πως κάτι κάνω, ενώ ήμουν δυστυχισμένος όσο κανένας όχι λιγότερο παρ’ όσο είσαι τώρα εσύ, που νομίζεις ότι κάθε άλλη ασχολία είναι προτιμότερη παρά να φιλοσοφείς".

Και εκείνος

"Μη με υβρίζεις" είπε "μόνο πές μου: πότε έγινε η συγκέντρωση αυτή;"

Εγώ τότε του είπα:

"Παιδιά είμαστε τότε εμείς ακόμη. Τότε που ο Αγάθων πέτυχε το βραβείο με την πρώτη τραγωδία του, την επομένη της ημέρας που είχε προσφέρει την επινίκια θυσία αυτός και τα μέλη του χορού του".

"Ώστε είναι, καθώς βλέπω, πολύς καιρός από τότε" είπε. "Και ποιος σου την διηγήθηκε; Ο Σωκράτης μήπως ατομικά;"

"Α όχι προς Θεού εκείνος" απάντησα "αλλ’ αυτός που την είπε του Φοίνικος. Ήταν ένας κάποιος Αριστόδημος από το Κυδαθήναιον, μικροκαμωμένος, διαρκώς ανυπόδητος. Είχε παρευρεθεί στην συγκέντρωση σαν θαυμαστής του Σωκράτη από τους ενθουσιωδεστέρους, καθώς φαίνεται, της εποχής εκείνης. Εγώ όμως και από τον Σωκράτη επίσης ζήτησα ήδη μερικές πληροφορίες για όσα άκουσα απ’ εκείνον, και μου το βεβαίωσεν, όπως εκείνος μου τα είχε διηγηθεί".

"Τότε πως δεν μου τα διηγείσαι;" είπε. "Ο δρόμος εξ άλλου προς την πόλη είναι από πάσης απόψεως κατάλληλος, ώστε περπατώντας κανείς και να λέγει και ν’ ακούει".

Έτσι λοιπόν πεζοπορούντες συνομιλούσαμε συγχρόνως περί του θέματος, ώστε, όπως σας έλεγα και στην αρχή, απροετοίμαστος δεν είμαι. Αν λοιπόν είναι ανάγκη να τα διηγηθώ και σε σας, οφείλω να το κάμω. Άλλωστ’ εγώ και γενικά, από τις φιλοσοφικές συζητήσεις, είτ’ εγώ τις διεξάγω είτ’ από άλλους τις ακούω, ανεξαρτήτως της ωφέλειας που πιστεύω πως έχω, ασύγκριτη είναι η ευχαρίστηση που δοκιμάζω Ενώ από άλλες ομιλίες, ιδιαίτερα μάλιστα απ’ αυτές που έχετε μεταξύ σας εσείς οι πλούσιοι και οι άνθρωποι των υποθέσεων, και ο ίδιος στενοχωρούμαι, και σας τους φίλους μου σας ελεεινολογώ, που νομίζετε πως κάτι κάνετε, ενώ δεν κάνετε παρά ένα μηδέν. Ενδεχόμενο τώρα και σεις πάλι να με θεωρείτε αξιολύπητο, και νομίζω πως είναι αληθινό αυτό που νομίζετε. Εγώ όμως για σας δεν το νομίζω απλά. Είμαι βέβαιος.

ΕΤΑΙΡΟΣ. Ο ίδιος είσαι πάντα, καημένε Απολλόδωρε. Πάντα κακολογείς και τον εαυτό σου και τους άλλους και μου παρέχεις την εντύπωση, πως θεωρείς αξιολύπητο κυριολεκτικά όλον τον κόσμο εκτός από τον Σωκράτη - τον εαυτό σου πρώτα πρώτα. Από πού τάχα να σου κόλλησε αυτή η επονομασία, που σε φωνάζουν μανικόν, δεν το ξέρω. Πάντως στα λόγια σου είσαι πάντοτε έτσι αγριεύεις και με τον εαυτόν σου και με τους άλλους, με εξαίρεση τον Σωκράτη.

ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Ε, βέβαια, αγαπητέ μου. Είναι ολοφάνερο δα: μ’ αυτές τις αντιλήψεις που έχω για τον εαυτό μου και για σας, είμ’ ένας τρελλός και ένας ανισόροπος.

ΕΤΑΙΡΟΣ. Δεν αξίζει., Απολλόδωρε, να φιλονικούμε τώρα γι’ αυτό. Μόνο, όπως σε παρακαλέσαμε, αυτό να κάμεις μόνο: διηγήσου, τι ήταν οι ομιλίες.

ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν το περιεχόμενό τους ήταν περίπου το εξής - ή καλύτερα θα δοκιμάσω από την αρχή, όπως εκείνος μου τα διηγήθηκε, να σας τα διηγηθώ και εγώ.

2. Έλεγε λοιπόν, ότι συνάντησε τον Σωκράτη λουσμένο και με σανδάλια στα πόδια (κάτι που σπανίως εκείνος έκανε), και τον ρώτησε που πηγαίνει και έγινε τόσο κομψός.

"Στου Αγάθωνος", απάντησε εκείνος "σε δείπνο. Χθες στα επινίκια του ξέφυγα. Τρόμαξα την πολυκοσμία. Υποσχέθηκα όμως να παρευρεθώ σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που εξωραϊσθηκα, ώστε ωραίος στου ωραίου να εμφανισθώ. Αλλά συ" είπε "τι θα έλεγες; Θα δεχόσουν απρόσκλητος να έλθεις στο δείπνο;"

Εγώ τότε, είπε, του απάντησα: "Όπως ορίζεις".

"Έλα λοιπόν μαζί" είπε. "Έτσι θα χαλάσουμε και την παροιμία θα την τροποποιήσουμε, ότι και στων γενναίων τα τραπέζια ακάλεστοι πηγαίνουν οι γενναίοι. Ο Όμηρος άλλωστε καταντά όχι μόνο να έχει χαλάσει, αλλά και να έχει κατεξευτελίσει την παροιμία αυτή. Ενώ περιγράφει τον Αγαμέμνονα σαν έναν άνθρωπο εξαιρετικά ικανό στον πόλεμο και τον Μενέλαο σαν έναν απόλεμο λογχοφόρο, εντούτοις στην θυσία που προσφέρει και το τραπέζι που παραθέτει ο Αγαμέμνων παριστάνει τον Μενέλαο να έρχεται απρόσκλητος στο συμπόσιο, κατώτερος αυτός στου ανωτέρου του". Σ’ αυτό απάντησε εκείνος: "Πιθανόν όμως και εγώ να διατρέχω τον κίνδυνο, όχι όπως λες εσύ, Σωκράτη, αλλ’ όπως ο Όμηρος: ανάξιος εγώ να προσέλθω απρόσκλητος στο συμπόσιο ενός διανοουμένου. Κοίταξε λοιπόν, πως θα δικαιολογηθείς που με πήρες μαζί σου. Πάντως εγώ θ’ αναφέρω, ότι έρχομαι όχι ακάλεστος αλλά καλεσμένος από σένα". "Μαζί και οι δύο πηγαίνοντας", απάντησε "θα βρούμε στο δρόμο τι θ’ απαντήσουμε. Ας πηγαίνουμε".

Αυτά τα λόγια πάνω κάτω αντάλλαξαν, είπε, και ύστερα προχώρησαν. Στο δρόμο ο Σωκράτης σαν να είχε συγκεντρωθεί στις σκέψεις του, και έτσι έμενε πίσω εκεί που βάδιζε. Αυτός τον περίμενε, αλλ’ εκείνος του συνιστούσε να προχωρεί προς τα εμπρός. Όταν έφθασε στο σπίτι του Αγάθωνα βρήκε την πόρτα ανοικτή και τότε του συνέβη, λέγει, κάτι κωμικό. Από μέσα ένας δούλος έσπευσε αμέσως να τον υποδεχθεί και τον οδήγησε στο μέρος, όπου είχαν καταλάβει τις θέσεις τους οι άλλοι. Τους βρήκε έτοιμους πλέον ν’ αρχίσουν να δειπνούν. Αμέσως τότε, μόλις τον είδε ο Αγάθων, του φώναξε:

"Α Αριστόδημε, πάνω στην ώρα έρχεσαι να δειπνήσεις μαζί μας. Αν πάλι ήλθες γι’ άλλη υπόθεση, ανάβαλέ την γι’ άλλη φορά. Να, και χθες σ’ ζητούσα να σε καλέσω και δεν κατόρθωσα να σε ανακαλύψω. Και ο Σωκράτης; Πως δεν μας τον έφερες μαζί σου;"

Εγώ τότε, είπε, γυρίζω πίσω και δεν βλέπω πουθενά τον Σωκράτη να έρχεται μαζί. Εξήγησα λοιπόν, ότι και εγώ με τον Σωκράτη έρχομ’ εδώ, καλεσμένος απ’ εκείνον στο δείπνο.

"Πολύ καλά έκαμες" είπε. "Μα εκείνος που είναι;"

"Τώρα δα ετοιμάζόταν να μπει από πίσω μου εκπλήσσομαι μάλιστα και εγώ που να είναι".

"Δεν κοιτάζεις λοιπόν, παιδί" είπε ο Αγάθων "να μας οδηγήσεις μέσα τον Σωκράτη; Και συ, Αριστόδημε" προσέθεσε "τοποθετήσου κοντά στον Ερεξίμαχο".

3. Την ώρα λοιπόν που ο δούλος του έπλενε τα πόδια να πλαγιάσει, ένας άλλος δούλος ήλθε και έφερε την είδηση, ότι ο Σωκράτης σας αυτός απεσύρθη στο πρόθυρο του γειτονικού σπιτιού και μένει εκεί ακίνητος. Αυτός τον προσκαλεί, εκείνος όμως δεν δέχεται να μπει.

"Περίεργο" είπε "αυτό που μας λες: Πήγαινε γρήγορα να τον καλέσεις και μην τον αφήσεις".

Εκείνος τότε παρενέβη:

"Όχι, αφήστε τον. Το έχει συνήθεια αυτό. Απομακρύνεται κάπου, όπου τύχει, και μένει όρθιος. Θα έλθει όμως, γρήγορα, φαντάζομαι. Μην τον ενοχλείτε λοιπόν. Αφήσετέ τον".

"Καλά, αυτό θα κάνουμε, αφού το νομίζεις" είπε ο Αγάθων. "Σ’ εμάς λοιπόν τους άλλους, παιδιά, βάλετε να δειπνήσουμε. Πάντως παραθέσετε ό,τι θέλετε, όπως όταν δεν έχετε κανένα να σας επιβλέπει - πράγμα που εγώ ποτέ μου δεν έκαμα. Και τώρα λοιπόν φαντασθείτε πως είμαι και εγώ καλεσμένος σας, όπως και οι άλλοι εδώ, και περιποιηθείτε μας, ώστε να σας εκφράσουμε τις ευχαριστίες μας".

Κατόπιν εκείνοι, είπε, έτρωγαν, ενώ ο Σωκράτης δεν εμφανιζόταν. Επανειλημμένως ο Αγάθωνας έδινε διαταγές να στείλουν να τον καλέσουν, αλλ’ αυτός, δεν τον άφηνε. Επί τέλους ήλθε, όπως συνήθιζε, ύστερ’ από καθυστέρηση όχι μεγάλη. Ήταν στα μέσα περίπου του δείπνου τους. Ο Αγάθωνας τότε, όπως έτυχε να είναι πλαγιασμένος τελευταίος και μόνο, του φώναξε:

"Εδώ, Σωκράτη, κοντά μου πλάγιασε. Έτσι θ’ απολαύσω, με την επαφή μαζί σου, και την σοφή έμπνευση που σου ήλθε στην είσοδο. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία, πως την συνέλαβες και την κατέχεις. Ειδεμή, δεν θ’ άφηνες την θέση σου πρωτύτερα".

Και ο Σωκράτης κάθισε και είπε:

"Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι, ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερο γεμάτο στο περισσότερο αδειανό, όταν αγγίζει ο ένας τον άλλο, όπως το νερό στα ποτήρια, που μεταγγίζεται με την κλωστή από το γεμισμένο στο αδειανό. Πράγματι, άν έχει αυτή την ιδιότητα και η πνευματική ανωτερότητα, τότε αποτιμώ πολύ ακριβά το πλάγιασμα στο πλευρό σου. Έτσι πιστεύω, πως θα γεμίσω από σένα σοφία άφθονη και υπέροχη. Η δική μου άλλωστε σοφία πρέπει να είναι μικρής αξίας ή και αμφίβολη, σαν όνειρο να ήταν. Ενώ η δική σου και περιφανής είναι και μέλλον εξαίρετο έχει, αφού δα από τώρα που είσαι νέος, ακτινοβόλησε τόσο δυνατά και εφάντασε τελευταία ενώπιον μαρτύρων από το Πανελλήνιον 30.000 και πλέον".

"Είσ’ ένας σκώπτης, Σωκράτη" είπε ο Αγάθωνας. "Αλλ’ ας είναι. Αυτό θα το κανονίσουμε δικαστικά τώρα μετά από λίγο εγώ και συ, ό,τι αφορά την πνευματική υπεροχή, με δικαστή τον Διόνυσο. Τώρα κοίταξε πρώτα να δειπνήσεις".

4. Κατόπιν, είπε, αφού πλάγιασε ο Σωκράτης και δείπνησε, επίσης και οι άλλοι, έκανα σπονδές και έψαλαν ύμνο στον θεό και τ’ άλλα τα έθιμα. Προχώρησαν ύστερα στην οινοποσία. Ο Παυσανίας τότε, είπε, άνοιξε την ομιλία ως εξής:

"Όλα καλά, κύριοι, αλλά με τι τρόπο θα πίνουμε ανετότερα; Όσον αφορά εμένα, σας δηλώνω, ότι αληθινά αισθάνομαι πολύ άσχημα από το χθεσινό ποτό και χρειάζομαι κάποια ανάπαυση. Υποθέτω δε και οι περισσότεροι από σας, αφού και σεις είχατε χθες παρευρεθεί. Σκεφθείτε λοιπόν με τι τρόπο θα μπορούσαμε να πίνουμε με την μεγαλύτερη δυνατή άνεση".

Ο Αριστοφάνης τότε απάντησε:

"Αυτό βέβαια καλά το λές, Παυσανία. Με κάθε τρόπο πρέπει να εξασφαλίσουμε κάποια άνεση στο ποτό. Γιατί και εγώ είμαι από τους βουτηγμένους της χθεσινής βραδυάς".

Όταν τους άκουσε ο Ερυξίμαχος του Ακουμενού, πρόσθεσε:

"Μάλιστα, έχετε δίκιο. Έναν ακόμη από σας θέλω ν’ ακούσω: πως αισθάνεσαι με την αντοχή σου στο ποτό, Αγάθωνα;"

"Καθόλου" είπε "κι εγώ δεν αντέχω".

"Μα αυτό καταντά, βλέπω, εύρημα να είναι για μάς" είπε "εμένα δηλαδή και τον Αριστόδημο και τον Φαίδρο και τούτους εδώ, αν σεις που είσθε οι δυνατότεροι στο κρασί, έχετε από τώρα κουρασθεί. Εμείς δα είμαστε πάντοτε μικρής αντοχής. Όσον αφορά τον Σωκράτη, αυτόν δεν τον λογαριάζω. Βαστά και στα δύο, ώστε να μείνει ευχαριστημένος, είτε το ένα κάνουμε είτε το άλλο. Αφού λοιπόν κανείς από τους παρόντες, όπως αντιλαμβάνομαι, δεν αισθάνεται την διάθεση να πίνει πολύ κρασί, ίσως τότε, αν σας ανέπτυσσα τις ορθές απόψεις για τη μέθη τι πράγμα είναι, δεν θα ήμουν και τόσο δυσάρεστος. Σ’ εμένα δηλαδή έχει γίνει νομίζω, πλήρως φανερό από την ιατρική επιστήμη τούτο, ότι η μέθη είναι πράγμα επιβλαβές στον άνθρωπο. Επομένως ούτε εγώ θα δεχόμουν από δική μου πρωτοβουλία να προχωρήσω πολύ στην οινοποσία, ούτε σε άλλον θα το συνιστούσα, ιδίως όταν έχει βαρύ ακόμη το κεφάλι του από την προηγούμενη ημέρα".

"Μα εγώ" είπε διακόπτοντας ο Φαίδρος από τον Μυρινούντα "συνήθως συμμορφώνομαι σε όσα λες, ιδίως στα περί της ιατρικής. Στην προκειμένη δε περίσταση, αν σκεφθούν λογικά, και οι άλλοι επίσης".

Στο άκουσμα τούτων όλοι συμφώνησαν να μη φθάσουν μέχρι μέθης στην αποψινή συγκέντρωση, αλλά να πίνουν έτσι προς ευχαρίστηση.

5. "Αφού λοιπόν" εξακολούθησε ο Ερυξίμαχος "η πρόταση αυτή έγινε δεκτή, να πίνει όσο θέλει ο καθένας, να μην υπάρχει δε κανείς εξαναγκασμός, κάνω τώρα την παρακάτω εισήγηση: την αυλητρίδα που μας ήλθε προ ολίγου, να την αφήσουμε να πάει στο καλό - ας παίζει για τον εαυτό της ή αν προτιμά, για τις γυναίκες του σπιτιού - εμείς δε ν’ απασχολήσουμε την σημερινή μας συγκέντρωση με ομιλίες. Και με ποιας φύσεως ομιλίες, προσφέρομαι, αν το επιθυμείτε, να σας προτείνω".

Όλοι τότε είπαν, ότι και το επιθυμούν και τον παρακαλούν να προτείνει.

Και ο Ερυξίμαχος είπε:

"Το προοίμιο του λόγου μου είναι από την Μελανίππη του Ευριπίδη. Δική μου δεν είν’ η κουβέντα, αλλά του Φαίδρου απ’ εδώ, αυτή που πρόκειται ν’ αναπτύξω. Κάθε φορά ο Φαίδρος μου επαναλαμβάνει με αγανάκτησιν: "Δεν είναι" λέγει "κρίμα, Ερυξίμαχε, σε άλλους μεν θεούς ύμνοι και παιάνες να έχουν συντεθεί από τους ποιητές, σ’ τον Έρωτα δε, ένα τόσο αρχαίο και τόσο μεγάλο θεό, να μην έχει ακόμη συνθέσει, ούτε ένας από τους τόσους ποιητές, που εμφανίσθηκαν, κανένα εγκώμιο; Ή αν προτιμάς πάλι να ρίψεις ένα βλέμμα στους προκομμένους τους σοφιστές: στον Ηρακλή μεν και άλλους συντάσσουν επαίνους σε πεζό λόγο, όπως π.χ. ο λαμπρός μας ο Πρόδικος. Και αυτό πάντως δεν είναι και τόσο παράξενο. Εγώ όμως έτυχε κάποτε να δώ το βιβλίο ενός σοφού, στο οποίο υπήρχε ένα υπέροχο εγκώμιο στο αλάτι για την χρησιμότητά του. Και ένα πλήθος άλλα παρόμοια πράγματα βλέπει κανείς να έχουν γίνει αντικείμενο εγκωμιασμού. Να καταβάλουν λοιπόν τόσο ζήλο σε τέτοιου είδους πράγματα, τον Έρωτα δε να μην έχει αναλάβει ως τα σήμερα κανείς ακόμη άνθρωπος να εξυμνήσει επάξια - αλλ’ έχει τόσο παραμεληθεί ένας θεός τόσης σημασίας!" Αυτά λοιπόν είναι που μου λέγει ο Φαίδρος, δικαιολογημένα νομίζω. Εγώ λοιπόν αφ’ ενός μεν επιθυμώ να καταβάλω χάριν αυτού φιλική συνεισφορά και να του φανώ ευχάριστος, αφ’ ετέρου δε θεωρώ ότι αρμόζει για την παρούσα περίσταση να τιμήσουμε εμείς οι παρόντες τον θεό. Επομένως, αν συμφωνείτε και σεις, θα είχαμε έτσι αρκετή απασχόληση με ομιλίες. Νομίζω δηλαδή, ότι πρέπει ο καθένας μας να εκφωνήσει έναν λόγο σαν πανηγυρικό στον Έρωτα, τον ωραιότερο που θα μπορέσει, με τη σειρά από αριστερά προς τα δεξιά. Την αρχή να κάμει πρώτος ο Φαίδρος, επειδή και την πρώτη θέση έχει και συγχρόνως είναι ο εισηγητής του θέματος".

"Κανείς, Ερυξίμαχε" είπε ο Σωκράτης "δεν θα δώσει ψήφο αντίθετη. Πράγματι ουτ’ εγώ πάντως θα έλεγα όχι, εγώ που τονίζω ότι άλλο τίποτε δεν κατέχω εκτός από τα ζητήματα του έρωτα", ούτε, υποθέτω, ο Αγάθωνας και ο Παυσανίας, ούτε πάλι ο Αριστοφάνης, που όλη του η ασχολία είναι γύρω από τον Διόνυσο και την Αφροδίτη, ούτε άλλος κανείς απ’ αυτούς που βλέπω. Η αλήθεια όμως είναι, πως δεν βρισκόμαστε σε ίση μοίρα εμείς που κατέχουμε τις τελευταίες θέσεις. Αλλ’ ας μιλήσουν οι προηγούμενοι κατά τρόπο ικανοποιητικό και όμορφο, και εμείς θα μείνουμε ευχαριστημένοι. Εμπρός λοιπόν, στο όνομα του Θεού, ας αρχίσει ο Φαίδρος και ας εγκωμιάζει τον Έρωτα".

Αυτά τα ίδια και οι άλλοι τότε συμφωνούσαν και συνιστούσαν, καθώς ο Σωκράτης. Τώρα, τι ο καθένας τους είπε, ούτε ο Αριστόδημος θυμόταν και τόσο, ούτε πάλι εγώ όσα εκείνος έλεγε όλα. Τα κυριώτερα όμως και εκείνα που μου φάνηκαν πως άξιζε να τα συγκρατήσω από αυτούς θα σας πώ του καθενός τον λόγο.

6. Πρώτος λοιπόν, καθώς είπα, άρχισε, λέγει, ο Φαίδρος την ομιλία του κάπου απ’ αυτό το σημείο: ότι θεός μεγάλος είν’ ο Έρωτας και αξιοθαύμαστος στα μάτια ανθρώπων και θεών, και για άλλα πολλά και ιδιαίτερα για την γέννησή του.

"Πράγματι το ότι είναι εξαιρετικά αρχαίος ο θεός, αυτό είναι τιμή μεγάλη" είπε. Απόδειξη δε τούτου: γονείς του Έρωτα ούτε υπάρχουν ούτ’ αναφέρονται από κανένα, πεζογράφο ή ποιητή. Αντιθέτως ο μεν Ησίοδος λέγει, ότι κατά πρώτον υπήρξε το Χάος.

Ύστερα πάλι η Μάννα Γη με τα πλατιά τα στήθια ατράνταχτο θεμέλιωμα κι αιώνιο της πλάσης κι ο Έρως.

λέγει δηλαδή, πως ύστερ’ από το Χάος αναφάνηκαν αυτά τα δύο, η Γη και ο Έρωτας. Ο δε Παρμενίδης λέει για τη Δημιουργία:

πρώτον απ’ όλους τους θεούς τον Έρωτα εστοχάσθη

Με τον Ησίοδο δε συμφωνεί και ο Ακουσίλαος. Μ’ αυτόν τον τρόπο από πολλές πηγές ομόφωνα αναγνωρίζεται, ότι ο Έρως είναι πανάρχαιος.

Και όπως είναι αρχαιότατος, είναι πρόξενος σπουδαιοτάτων ευεργετημάτων προς εμάς. Εγώ τουλάχιστον δεν θα είχα ν’ αναφέρω, τι σπουδαιότερο ευεργέτημα υπάρχει για τον άνθρωπο ευθύς από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του, παρά εραστής αξιόλογος και αγαπημένος παρόμοιος για έναν εραστή. Διότι εκείνο που πρέπει να κατευθύνει σε όλη του τη ζωή τον άνθρωπο, που θέλει να ζήσει μια ζωή ανώτερη, αυτό ούτε δεσμοί συγγενικοί είναι σε θέση να καλλιεργήσουν μέσα του τόσο άρτια, ούτε τιμητικές διακρίσεις, ούτε πλούτος, ούτε άλλο κανένα, όσο ο έρωτας. Και αυτό που λέω είναι τι; Η ντροπή για τ’ αξιόμεμπτα, η φιλοτιμία για τ’ αξιέπαινα. Χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό ούτ’ ένα κράτος ουτ’ ένα άτομο να κατορθώσουν κατορθώματα σπουδαία και λαμπρά. Σας διαβεβαιώνω λοιπόν: ένας ερωτευμένος αν συνέβαινε ν’ ανακαλυφθεί είτε ότι διαπράττει κάτι ανάρμοστο, είτε ότι υφίσταται εκ μέρους άλλου χωρίς να φέρει αντίσταση από ανανδρία του, δεν θα του ήταν τόσο οδυνηρό να τον έβλεπε ο πατέρας του είτε οι σύντροφοί του ή κανείς άλλος, όσο ο εραστής του. Αυτό το ίδιο παρατηρούμε και στον ερώμενον: ντρέπεται ιδιαίτερα τους εραστές του, αν τύχει και τον δούν σε πράξη απρεπή. Αν βρισκόταν λοιπόν κανένας τρόπος, ώστε να συγκροτηθεί κράτος ή σώμα στρατιωτικό μόνο από εραστές και ερώμενους, δεν είναι δυνατό να είχαν καλύτερο τρόπο διακυβερνήσεως της χώρας τους, παρά με το ν’ απέχουν από κάθε χυδαίο και να καλλιεργούν μεταξύ τους την άμιλλα. Και στις μάχες επίσης αυτοί θ’ αναδεικνύονταν ο ένας στο πλευρό του άλλου, και λίγοι να ήταν, νικητές όλου, θα έλεγα, του κόσμου. Διότι ένας ερωτευμένος θα ανεχόταν πολύ λιγότερο, φαντάζομαι, να τον δει ο αγαπημένος του είτε να λιποτακτεί είτε να πετά τα όπλα, παρά να τον δει όλος ο άλλος κόσμος. Αντ’ αυτού θα προτιμούσε χίλιους θανάτους. Πόσο μάλλον να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του ή να μη σπεύσει σε βοήθειά του, όταν κινδυνεύει - όχι! τόσο ανάξιος δεν είναι κανείς, που να μη τον γεμίσει ο ίδιος ο Έρωτας δύναμη θεία και γενναιότητα, ώστε όμοιος ν’ αναδειχθεί προς τον εκ φύσεως ηρωικότατο. Και κυριολεκτικά, αυτό που είπε ο Όμηρος, ότι λεβεντιά εφύσηξ’ ο θεός σε μερικούς ήρωες, αυτό προσφέρει ο Έρωτας στους ερωτευμένους, σαν κάτι που προέρχετ’ απ’ αυτόν.

7. Εξ άλλου και την ζωή τους να θυσιάζουν δέχονται οι ερωτευμένοι και μόνοι, όχι πλέον οι άνδρες μόνο, αλλ’ ακόμη και οι γυναίκες. Ως προς αυτό προσφέρει και η κόρη του Πελία η Άλκηστη μαρτυρία αρκετή προς υποστήριξη του ισχυρισμού μου τούτου στο Πανελλήνιο. Μόνη αυτή προσεφέρθει ν’ αποθάνει στην θέση του ανδρός της και όμως ζούσαν και ο πατέρας και η μητέρα του. Απ’ αυτούς φάνηκε τόσο ανώτερη σε αφοσίωση χάρις στον έρωτά της, ώστε ν’ αποδείξει ότι ξένοι ήταν εκείνοι προς τον γιο τους και μόνο κατ’ όνομα συγγενείς. Και με την πράξη της αυτή που έκαμε, εμφανίσθηκε όχι μόνον στων θνητών, αλλά και στων θεών τα μάτια, ότι κατόρθωσε κάτι τόσον ευγενικό, ώστ’ ενώ από το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι επετέλεσαν πολυάριθμα λαμπρά κατορθώματα, σε μερικούς μόνον, ελαχίστους, χάρισαν σαν τιμή οι θεοί το ν’ απελευθερώσουν την ψυχήν τους από τον Άδην, όμως εκείνης την ψυχή την απολύτρωσαν, θαμβωθέντες από την πράξη της. Έτσι τιμούν και οι θεοί ξεχωριστά τον ζήλο της στον έρωτα και τον ηρωισμό.

Τουναντίον τον Ορφέα του Οιάγρου άπρακτο από τον Άδη εξαπέστειλαν. Του παρουσίασαν το φάντασμα της γυναικός του μόνο, χάριν της οποίας ήλθε, εκείνη την ιδίαν δεν θέλησαν να του επιστρέψουν. Διότι εκρίθη, ότι εφέρετο άτολμα, σαν κιθαρωδός που ήταν, και δεν είχε το θάρρος να θυσιάσει χάριν του έρωτά του την ζωή του, όπως η Άλκηστη, αλλα μηχανευόταν πώς να εισχωρήσει ζωντανός στον Άδη. Λοιπόν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον τιμώρησαν και όρισαν ο θάνατός του από γυναίκες να προέλθει. Όχι σαν τον Αχιλλέα, της Θέτιδος τον γιο, που τον τίμησαν και τον έστειλαν στις νήσους των μακάρων. Επειδή, ενώ είχε προειδοποιηθεί από την μητέρα του, ότι θ’ αποθάνει, αν σκοτώσει τον Έκτορα, αν όμως δεν το κάμει, θα επιστρέψει στον τόπο του και θα τελειώσει τη ζωή του σε βαθειά γεράματα, εντούτοις είχε το θάρρος και προτίμησε να βοηθήσει τον εραστή του Πάτροκλο και να τον εκδικήσει και ύστερα να πεθάνει όχι μόνον χάριν εκείνου αλλά και αμέσως κατόπιν εκείνου, όταν πλέον εκείνος ήταν νεκρός. Γι’ αυτό ίσα ίσα και οι θεοί τον καμάρωσαν εξαιρετικά και εξαιρετικά τον τίμησαν, που απέδιδε τόση σημασία στον εραστή του. Ο Αισχύλος πάντως φλυαρεί μ’ αυτό που λέει, ότι ο Αχιλλέας ήταν εραστής του Πατρόκλου, αυτός που ήταν ωραιότερος όχι μόνο από τον Πάτροκλο, αλλά και από όλους τους άλλους ήρωες, και αγένειος ακόμη, και έπειτα νεώτερος πολύ, όπως μας παραδίδει ο Όμηρος. Όχι! Η αλήθεια είναι, ότι οι θεοί εκτιμούν βεβαίως πάρα πολύ το είδος αυτό του ηρωισμού στον έρωτα, περισσότερο όμως θαυμάζουν και καμαρώνουν και ανταμείβουν, όταν ο ερώμενος αφοσιώνεται στον εραστή, παρά όταν ο εραστής στον ερώμενο. Γιατί συγγενέστερη προς τους θεούς ύπαρξη είν’ ο εραστής παρά ο ερώμενος, αφού μέσα του έχει τον θεό. Για αυτό απένειμαν στον Αχιλλέα μεγαλύτερες τιμές παρά στην Άλκηστη, και τον έστειλαν στων μακάρων τις νήσους.

Έτσι λοιπόν ισχυρίζομαι εγώ, ότι ο Έρωτας είναι μεταξύ των θεών ο περισσότερο αρχαίος και ο περισσότερο σεβαστός και ο περισσότερο αποτελεσματικός για τους ανθρώπους σε απόκτηση προσωπικής αξίας και ευδαιμονίας και στη ζωή και μετά θάνατον.

8. Τέτοιος περίπου ήταν ο λόγος, είπε, τον οποίον εκφώνησε ο Φαίδρος. Μετά τον Φαίδρο ήσαν μερικοί άλλοι, τους οποίους δεν θυμόταν και τόσο καλά. Τους παρέτρεξε λοιπόν και διηγήθηκε του Παυσανία τον λόγο, ο οποίος είπε:

"Έχω την ιδέα, Φαίδρε, ότι το θέμα του λόγου δεν μας έχει τεθεί ορθώς, όπως δόθηκε έτσι αορίστως το παράγγελμα να εγκωμιάζουμε τον Έρωτα. Βεβαίως, αν ένας ήταν ο Έρωτας, θα ήταν εν τάξει. Αλλά τώρα να που δεν είναι ένας. Εφ’ όσον λοιπόν δεν είναι ένας, ορθότερο είν’ εκ των προτέρων να καθορισθεί, ποιας φύσεως είν’ εκείνος τον οποίον οφείλουμε να εγκωμιάσουμε. Θα δοκιμάσω λοιπόν εγώ να επανορθώσω αυτή την παράλειψη, να καθορίσω πρώτα τον Έρωτα που πρέπει να εγκωμιάζουμε, και κατόπιν να συνθέσω ένα πανηγυρικό αντάξιο του θεού αυτού.

Λοιπόν σε όλους μας είναι γνωστό, ότι Αφροδίτη χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει. Αν υπήρχε μία Αφροδίτη, ένας Έρωτας θα υπήρχε. Εφ’ όσον όμως υπάρχουν δύο, δύο κατ’ ανάγκην και Έρωτες υπάρχουν. Και πώς να μην είναι δύο οι θεές; Η μία πάντως αρχαιότερη και χωρίς μητέρα κόρη του Ουρανού, αυτή που της δίνουμε και το επώνυμο Ουρανία. Η άλλη νεωτέρα, του Διός και της Διώνης, αυτή την ονομάζουμε Πάνδημον. Κατ’ ανάγκη άρα και ο Έρως, ο ένας μεν, ο συνεργάτης της δευτέρας, σωστό είναι να λέγεται Πάνδημος. Ουράνιος ο άλλος. Καθήκον μας είναι βέβαια για όλους τους θεούς είναι να λέγουμε καλά , όμως ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την δικαιοδοσία και των δύο χωριστά. Για κάθε πράξη ισχύει το εξής: εφ’ όσον εκτελείται αυτή καθ’ εαυτή, δεν είν’ ουτ’ αξιέπαινος ουτ’ αξιόμεμπτος. Αυτό π.χ. που κάνουμε εμείς αυτή τη στιγμή, να πίνουμε ή να τραγουδάμε ή να συζητάμε, απ’ αυτά κανένα δεν είναι καθ’ εαυτό αξιέπαινο, στην εκτέλεσή του όμως καταλήγει συνήθως να είναι έτσι, όπως τυχόν πραγματοποιηθεί, δηλαδή αν εκτελεσθεί κατά τρόπον ηθικό και ορθό, αποβαίνει ηθικό, αν κατά τρόπο μη ορθό, ανήθικο. Το ίδιο ακριβώς και με την αγάπη. Και ο Έρως δεν είναι στην ολότητά του κάτι ευγενικό και άξιο εγκωμίων, αλλά μόνον εκείνος που παρακινεί σε ευγενικά ερωτικά αισθήματα.

9. Λοιπόν ο μεν Έρως της Πανδήμου Αφροδίτης είναι αληθινά πάνδημος και προβαίνει σε ό,τι τύχει. Αυτός είναι ο έρωτας, που δοκιμάζουν οι κατώτεροι άνθρωποι. Ερωτεύονται δε αυτού τους είδους τα πρόσωπα πρώτον μεν όχι ολιγότερο γυναίκες, παρ’ όσον παιδιά. Έπειτα και όσους τυχόν ερωτεύονται, το σώμα τους μάλλον παρά την ψυχή ερωτεύονται. Ύστερα παιδιά κατωτέρας, όσον το δυνατόν, διανοητικότητας επειδή κοιτάζουν πώς να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς τους, και αδιαφορούν αν τα μέσα είναι ηθικά ή όχι. Έτσι συμβαίνει στις ενέργειές τους να κάνουν ό,τι τους τύχει, αδιακρίτως και το καλό και το αντίθετο. Προέρχεται άλλωστε και από την θεά, η οποία και νεωτέρα είναι πολύ από την άλλη και συμμετέχει στη γέννησή της και το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Απεναντίας ο άλλος είναι της Ουρανίας η οποία πρώτον μεν δεν έχει μέσα της το θηλυκό στοιχείο, αλλά μόνον αρσενικό, έπειτα είναι αρχαιότερη, απαλλαγμένη ατασθαλίας. Γι’ αυτόν μάλιστα τον λόγο στρέφονται προς το αρσενικό όσοι έχουν μέσα τους την πνοή αυτού του Έρωτα, και αρέσκονται σε ό,τι εκ φύσεως έχει μεγαλύτερη ρωμαλεότητα και νοημοσύνη.

Θα μπορούσε μάλιστα κανείς και εντός αυτής ταύτης της περιοχής της αγάπης για τα παιδιά να διακρίνει ποιοι γνήσια είναι παρακινημένοι από τούτον τον Έρωτα: αυτοί δεν ερωτεύονται ανώριμα παιδιά, αλλά όταν αρχίσουν πλέον να έχουν κρίση, και τούτο συμπίπτει σχεδόν με την εμφάνιση των πρώτων τριχών του προσώπου. Διότι όσοι από τότε αρχίζουν να ερωτεύονται, είναι, κατά την γνώμη μου, αποφασισμένοι την ζωή τους ολόκληρη μαζί να μείνουν και από κοινού να συζήσουν. Όχι να τον εξαπατήσουν, ανώριμο όπως τον πέτυχαν στην αφέλειά του, και ύστερα να γελάσουν σε βάρος του και να τον αφήσουν, για να τρέξουν σε έναν άλλον.

Έπρεπε μάλιστα και νόμος να υπάρχει που να απαγορεύει τον έρωτα των μικρών παιδιών. Δεν θα σπαταλιόταν τότε τόση προσπάθεια σε κάτι αβέβαιο. Διότι αβέβαιο είναι το τέλος των παιδιών, ως που θα καταλήξει η εξέλιξή τους ως προς τα ελαττώματά τους ή τα προτερήματα, τα ψυχικά και τα σωματικά. Οι ανώτεροι βέβαια άνθρωποι θεσπίζουν μόνοι τους για τον εαυτόν τους τον νόμο αυτόν εκουσίως. Έπρεπε όμως και στους χυδαίους αυτούς εραστές να επιβάλλουμε δια της βίας μια τέτοια διαγωγή, όπως και με τις γυναίκες τις ελεύθερες τους εξαναγκάζουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να μη συνάπτουν ερωτικές σχέσεις. Γιατί αυτοί είναι που έχουν προκαλέσει και τη δυσφήμιση, ώστε να φθάνουν μερικοί να υποστηρίζουν, πως είναι ντροπή να φαίνεται κανείς ευχάριστος στον εραστή του. Και το υποστηρίζουν έχοντες υπ’ όψη τους αυτούς, επειδή βλέπουν σε αυτούς την έλλειψη κάθε λεπτότητας και χρηστότητας. Άλλωστε καμία, φαντάζομαι, πράξη, που γίνεται βέβαια σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής, δεν είναι δυνατόν να επισύρει δίκαιη κατηγορία.

Όσον αφορά τώρα τις ηθικές αντιλήψεις τις σχετικές με τον έρωτα, στα άλλα μεν τα κράτη είναι εύκολα κατανοητές, διότι έχουν κανονισθεί κατά τρόπο μονοκόμματο. Ενώ εδώ είναι περίπλοκο.

Στην Ηλεία π.χ. και την Βοιωτία, και όπου δεν έχουν επιδεξιότητα στο λέγειν, έχει χωρίς περιορισμούς καθιερωθεί σαν ηθικό το να εκτελείς του εραστού το θέλημα, και κανείς, νέος ή γέρος, δε θα το χαρακτήριζε προσβλητικό. Και τούτο, για να μη μπαίνουν στον κόπο, νομίζω, ανίκανοι όπως είναι στο λέγειν, να ζητούν να κερδίσουν με ωραία λόγια τους νέους.

Στην Ιωνία πάλι και αλλού, σε πολλά μέρη, κρίνεται προσβλητικό σε όσους ζουν υπό την κυριαρχία των βαρβάρων. Γιατί στων βαρβάρων την αντίληψη ειν’ εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικο και τούτο, όπως και η αγάπη προς την καλλιέργεια του πνεύματος και τον αθλητισμό. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, στους κυβερνώντες φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίες και δεσμοί ισχυροί, ό,τι ακριβώς αναπτύσσουν συνήθως και τ’ άλλα όλα και ο έρωτας. Εμπράκτως μάλιστα έλαβαν πείρα του πράγματος και στον τόπο μας οι δικτάτορες. Πράγματι του Αριστογείτονος ο έρωτας και του Αρμοδίου η φιλία ανέτρεψε, όταν σταθεροποιήθηκαν, την εξουσία τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όπου θεσπίσθηκε σαν ατιμωτικό να υποχωρείς στο θέλημα του εραστού, ο διακανονισμός αυτός οφείλεται στην ελαττωματικότητα εκείνων που τον θέσπισαν στων κυβερνώτων την αυθαιρεσία, στων κυβερνωμένων την ανανδρία. Όπου πάλι καθιερώθηκε αδιακρίτως σαν έντιμο, οφείλεται στην οκνηρία που υπήρχε στις ψυχές των καθιερωσάντων.

10. Ενώ εδώ ο διακανονισμός έχει γίνει πολύ αρτιώτερα παρά εκεί, και εύκολο δεν είναι, καθώς είπα, να συλλάβεις το νόημά του. Πράγματι, όταν σκεφθείς, ότι αναγνωρίζεται σαν ηθικώτερο ν’ αγαπάς φανερά παρά κρυφά, και ιδιαιτέρως εκείνους που έχουν την φύση εκλεκτότερα και τα περισσότερα προτερήματα, και ας είναι λιγότερο ωραίοι από άλλους, και αφ’ ετέρου ότι η ενθάρρυνση προς τον ερωτευμένο είν’ εκ μέρους όλων εξαιρετική, όχι πάντως ως ενεργούντα πράξη επονείδιστο, και ότι, αν τον κατακτήσει, του φέρει, πιστεύουν, τιμή, ντροπή αν δεν τον κατακτήσει, και ότι στην προσπάθεια προς την κατάκτηση αφήνει η επικρατούσα ηθική ελεύθερο τον εραστή να προβαίνει σε πράξεις απίστευτες και εντούτοις να επαινείται, πράξεις τις οποίες αν τολμούσε να πράξει επιδιώκοντας και επιθυμώντας να επιτύχει ο,τιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτό, θα προσεπορίζετο τις αυστηρότερες κατηγορίες - αν δηλαδή, στην επιθυμία του να κερδίσει από κανένα είτε χρήματα είτε την κατοχή ενός αξιώματος είτε άλλη επιρροή, εδέχετο να προβεί σε πράξεις όμοιες, όπως οι ερασταί απέναντι των αγαπημένων τους, που παρεμβάλλουν στις προτάσεις τους ικεσίες και ταπεινωτικές παρακλήσεις και όρκους προφέρουν και διανυκτερεύσεις στα κατώφλια και προσφέρονται δούλοι να γίνονται σε δούλων τα έργα, οποία ούτε δούλος κανείς δεν θα κατεδέχετο, θα τον εμπόδιζαν τότε να ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο φίλοι και εχθροί. Αυτοί μεν θα τον ύβριζαν κόλακα και αναξιοπρεπή. Εκείνοι θα του έκαναν συστάσεις και θα αισθάνονταν γι’ αυτά ντροπή. Ενώ τον ερωτευμένο που κάνει αυτά όλα, συμπάθεια τον συνοδεύει και το δικαίωμα έχει δοθεί από την κοινή γνώμη ακατηγόρητος να τα πράττει σαν να διέπραττε πράξη υπέρλαμπρη. Το εκπληκτικότερο δε είναι, ότι, όπως τουλάχιστον παραδέχεται ο λαός και τους όρκους που ορκίζεται αν παραβεί, συγχώρηση εκ μέρους των θεών ευρίσκει μόνος αυτός. Διότι της Αφροδίτης, λέγουν, ο όρκος όρκος δεν είναι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και θεοί και άνθρωποι έχουν δώσει κάθε είδους δικαίωμα στον ερωτευμένο, όπως βεβαιώνει η συνήθεια του τόπου μας.

Από της απόψεως λοιπόν αυτής θα πίστευε κανείς, ότι αναγνωρίζεται σαν κάτι απολύτως ηθικό στην πόλη αυτή και το να ερωτεύεται κανείς και το να συνάπτει φιλία με τον εραστή του. Αφ’ ετέρου όμως, όταν οι πατέρες προσλαμβάνουν σε εποπτεία των αγαπητών παιδαγωγούς και δεν τους επιτρέπουν να έρχονται σε ομιλίες με τους εραστές τους, και αυτές τις οδηγίες δίνουν στον παιδαγωγό. Όταν συνομήλικοι και σύντροφοι τους κατηγορούν, αν τύχει και παρατηρήσουν να συμβαίνει κάτι παρόμοιο, χωρίς πάλι οι μεγαλύτεροι να τους απαγορεύσουν τις ύβρεις και να τους επιπλήττουν ότι δεν έχουν δίκιο - όταν αυτά λάβει κανείς αφ’ ετέρου υπ’ όψιν, θα σχημάτιζε πάλι την εντύπωση, ότι κρίνεται αυτό το πράγμα στον τόπο μας τον τελευταίο καιρό προσβλητικό.

Το πράγμα όμως, κατά τη γνώμη μου, έχει ως εξής: Δεν είναι κάτι το απόλυτο, όπως ευθύς εξ αρχής τονίσθηκε ότι αυτό καθ’ εαυτό δεν είναι ούτε αξιέπαινο ούτε αξιόμεμπτο, αλλ’ εφ’ όσον ενεργείται κατά τρόπον έντιμο, είναι έντιμο, κατά τρόπον δε απρεπή, είναι απρεπές. Κατά τρόπον απρεπή είναι να φαίνεται κανείς ευχάριστος προς ένα κακοήθη και κατά τρόπον κακοήθη. Έντιμο δε προς έναν άνθρωπο με αξία και κατά τρόπον έντιμο.

Κακοήθης δε είναι ο εραστής που ανέφερα, ο πάνδημος, που το σώμα μάλλον αγαπά και όχι την ψυχή. Διότι ούτε καν σταθερός είναι, αφού και το πράγμα που αγαπά δεν είναι σταθερό. Μόλις παρέλθει του σώματος η ανθηρότητα, αυτή ακριβώς που είχε ποθήσει, κάνει φτερά και φεύγει, αφού καταπατήσει πλήθος λόγια και υποσχέσεις. Ενώ του ήθους, όταν είναι αξιόλογο, ο εραστής μένει σταθερός σε όλη τη ζωή, συγχωνευμένος όπως είναι με κάτι σταθερό. Αυτούς λοιπόν απαιτεί η κρατούσα συνήθεια να υποβάλλει κάποιος σε έλεγχο σοβαρό και ακριβή και σε άλλους μεν να υποχωρεί, άλλους δε ν’ αποφεύγει. Ιδού γιατί εκείνους μεν παρορμά να κυνηγούν, αυτούς δε να αποφεύγουν. Ορίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο άμιλλα και εξετάσεις, σε ποία από τις δύο κατηγορίες ανήκει ο εραστής, σε ποία ο ερώμενος. Και έτσι για αυτόν το λόγο πρώτον μεν κρίνεται ντροπή γρήγορα ν’ αφήνει κανείς να κατακτηθεί. Ώστε να μεσολαβεί κάποιος χρόνος, ο οποίος αποτελεί κατά το πλείστον, όπως πιστεύεται, έλεγχο ασφαλή. Έπειτα ντροπή θεωρείται να υποκύψει ένεκα χρημάτων ή οιασδήποτε πολιτικής δυνάμεως, είτε με τις καταδιώξεις τρομοκρατηθεί και δεν αντέξει, είτε την υποστήριξη για οικονομικά ή πολιτικά επιτεύγματα δεν περιφρονήσει. Διότι κανένα εξ αυτών δεν θεωρείται ούτε βάσιμο ούτε μόνιμο, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι δυνατόν να βλαστίσει απ’ αυτά γνήσιο αίσθημα φιλίας.

Ένας λοιπόν δρόμος αφήνεται από την κρατούσα ηθική, αν πρόκειται ο ερώμενος να χαρίσει κατά τρόπο έντιμο την εύνοιά του στον εραστή. Ισχύει δηλαδή στον τόπον μας η αρχή: όπως δικαίωμα του εραστού ήταν να υποβάλλεται σε οιανδήποτ’ εκδούλευση του αγαπημένου του, χωρίς να λογίζεται τούτο κολακεία και μειωτικό της υπολήψεώς του, παρομοίως μία ακόμη υποδούλωση εθελούσια μένει για τον άνθρωπο όχι μειωτική, και αυτή είναι η αναφερόμενη στην τελειοποίησή του.

11. Έχει δηλαδή καθιερωθεί σε μας η αντίληψη: αν κανείς δέχεται να τεθεί στην υπηρεσία άλλου, με την πεποίθηση ότι χάρις σε εκείνον θα γίνει καλύτερος είτε σε ορισμένο είδος πνευματικής καλλιέργειας, είτε σε οιονδήποτ’ άλλο στοιχείο ανωτερότητας, και αυτή επίσης η θεληματική δουλεία δεν είναι ταπεινωτική, ούτε κολακεία. Πρέπει λοιπόν τις δύο αυτές ηθικές αντιλήψεις μαζί να συνδυάσουμε, και την αφορώσα δηλαδή τον έρωτα των παιδιών και την αφορώσα τον έρωτα της σοφίας και γενικά την αρετή, αν θέλουμε να συμβεί, ώστε ηθικό να κρίνεται, αν ο αγαπημένος στον εραστή του χαρισθεί. Όταν δηλαδή συναντηθούν εραστής και ερώμενος, στο αυτό σημείο και οι δύο χωριστά ορμώμενοι από μία ηθική αρχή, ο ένας ότι οιαδήποτ’ υπηρεσία, την οποία προσφέρει στον αγαπημένο που του εχαρίσθη, είναι υπηρεσία δικαία, ο άλλος πάλι ότι οιαδήποτ’ εκδούλευση, την οποία προσφέρει σε εκείνον, που τον καθιστά μορφωμένο και ανώτερο, είν’ εκδούλευση δικαία. Όταν ο ένας αισθάνεται την δύναμη να συντελέσει στην πνευματική ωρίμανση και γενικά στην εξύψωση του άλλου, ο άλλος αισθάνεται την ανάγκη να ωφεληθεί για την διαπαιδαγώγηση και γενικά για την πνευματική κατάρτιση του εαυτού του, τότε πλέον, αν οι ηθικές αυτές αρχές συναντηθούν στο αυτό σημείο, εδώ και μόνον συμπίπτει έντιμο να είναι ο αγαπημένος να κάμει του εραστού το θέλημα. Αλλού πουθενά. Σε αυτό επάνω και το να εξαπατηθεί κανείς δεν είναι διόλου προσβλητικό. Ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις συνεπάγεται εξευτελισμό, ειτε εξαπατηθεί είτε όχι. Αν δηλαδή κανείς χαρισθεί στον εραστή του με την ιδέα πως είναι πλούσιος χάριν του πλούτου, και ύστερα εξαπατηθεί και δεν λάβει χρήματα, επειδή απεκαλύφθη πτωχός ο εραστής, το πρόσωπο αυτό, νομίζουν, άφησε να φανεί, ότι, όσον εξαρτιόταν απ’ εκείνον, θα μπορούσε χάριν των χρημάτων να τεθεί για ο,τιδήποτε στην διάθεση οιουδήποτε και αυτό δεν είναι ηθικό. Σύμφωνα πάλι με το ίδιο συλλογισμό, και αν ακόμη χαρισθεί κανείς, με την ιδέα ότι πρόκειται περί ανωτέρου ανθρώπου, και με τον σκοπό και ο ίδιος καλύτερος να γίνει, χάρις στην φιλία του με τον εραστή, και ύστερα έχει διαψεύσεις, επειδή απεκαλύφθη κατώτερος εκείνος και στερούμενος αξίας, εν τούτοις τιμητική είναι η διάψευση. Διότι και αυτός πάλι έχει, νομίζουν, φανερώσει, ότι όσον εξαρτιόταν απ’ εκείνον, θα μπορούσε, χάριν της αρετής και της εξυψώσεώς του, να δειχθεί πρόθυμος σε όλους και για όλα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο από πάσης απόψεως είναι ηθικό να χαρίζεται κανείς, χάριν βέβαια της αρετής. Αυτός είναι ο Έρως της Ουρανίας θεάς, ο Ουράνιος, πολύτιμος για τα κράτη και για τα άτομα, διότι υποχρεώνει να καταβάλλουν φροντίδες σοβαρές υπέρ της αρετής και ο ίδιος ο εραστής για τον εαυτό του και ο ερώμενος. Οι άλλοι όλοι είναι της άλλης, της Πανδήμου.

Παύσαντος του Παυσανίου (έτσι, με παρισώσεις μου συνιστούν οι σοφοί να ομιλώ), είπε ο Αριστόδημος, ήταν η σειρά του Αριστοφάνους να μιλήσει. Αλλά, είτε από παραφόρτωμα του στομάχου είτε από άλλη αφορμή, του συνέβη να τον πιάσει λόξυγγας, και δεν ήταν σε θέση να ομιλήσει. Είπε μόνο προς τον ιατρό τον Ερυξίμαχο που είχε θέση στο κρεβάτι προς τα δεξιά του:

"Ερυξίμαχε, καθήκον έχεις ή να με απαλλάξεις από τον λόξυγγα, ή να λάβεις τον λόγο στην θέση μου ως που ν’ απαλλαγώ μόνος μου".

"Και το ένα και το άλλο" απάντησε ο Ερυξίμαχος. "Θα μιλήσω εγώ στην θέση σου και συ, όταν απαλλαγείς, στην δική μου. Εν τω μεταξύ, όταν εγώ θα ομιλώ, αν θελήσει ο λόξυγγας να σταματήσει, ενώ συ θα κρατάς την αναπνοή σου πολλή ώρα, καλά. Ει δ’ άλλως, κάνε γαργαρισμούς με νερό. Αν ίσως και πάλι είναι πολύ δυνατός, βάλε κάτι στη μύτη σου, που να την ερεθίσει, και πτερνίσου. Μία ή δύο φορές αν το κάνεις, θα σταματήσει, όσο δυνατός και αν είναι". "Άρχισε γρήγορα την ομιλία σου" είπε ο Αριστοφάνης "και εγώ θα το κάνω".

12. Μίλησε τότε ο Ερυξίμαχος: "Κατά την γνώμη μου λοιπόν, απαραίτητο είναι, αφού ο Παυσανίας δεν επεξεργάσθηκε μέχρι τέλους ικανοποιητικά την ορθή αφετηρία, την οποία έθεσε στον λόγο του, είμαι υποχρεωμένος εγώ να προσπαθήσω να συμπληρώσω την ανάπτυξη. Και όντως, ότι μεν ο Έρως είναι διττός, επιτυχώς, νομίζω, εκείνος διέκρινε. Ότι όμως δεν υφίσταται μόνο στην περιοχή της ανθρώπινης ψυχής και σε σχέση προς τους ανθρώπους τους ωραίους, αλλά και προς άλλα πολλά και σε άλλα πεδία, και εντός των ζωικών οργανισμών όλων και εντός των φυτών της γης και εντός πάντων, ούτως ειπείν, των όντων. Τούτο έχω διαπιστώσει, νομίζω, επί τη βάσει της ιατρικής, της επιστήμης μου, ότι δηλαδή σημαντικός και αξιοθαύμαστος ο θεός εκτείνει την δύναμη του στο σύμπαν και στα ανθρώπινα και στα θεία φαινόμενα.

Την ανάπτυξή μου θ’ αρχίσω εκ της ιατρικής, για να αποδώσουμε άλλωστε και τις τιμές στην επιστήμη μας. Η φυσική του οργανισμού σύσταση εγκλείει τον διπλό τούτον έρωτα. Διότι η υγιής του σώματος κατάσταση είναι κάτι διάφορο, κατά την ομόφωνο αντίληψη πάντων, και ανόμοιο προς την νοσηρά. Των δ’ ανομοίων προς ανόμοια στρέφεται και ο πόθος και ο έρως. Διαφορετικός επομένως είναι ο έρωτας ο οποίος εδρεύει στο υγιές, διαφορετικός δε στο νοσηρό του σώματος. Είναι λοιπόν, όπως τόνισε προ ολίγου ο Παυσανίας, αξιέπαινο μεν να φαίνεται κάποιος ευχάριστος προς τους χρηστούς ανθρώπους, επονείδιστο δε προς τους ακόλαστους. Έτσι ακριβώς και μέσα στον ίδιο τον οργανισμό: προς μεν τα χρηστά στοιχεία εκάστου σώματος και σ’ αυτά που συντελούν στην υγεία είναι αξιοσύστατο να φαίνεται κάποιος ευχάριστος και είναι αναγκαίο, και τούτο είναι το αποκαλούμενο έργο του ιατρού. Προς δε τα πονηρά και τα νοσηρά και αξιόμεμπτο είναι και υποχρέωση έχει κάποιος να φαίνεται δυσάρεστος, εφ’ όσον πρόκειται να είναι καλός επιστήμονας. Διότι η ιατρική είναι, για να την χαρακτηρίσω με λίγα λόγια, επιστήμη των εντός του σώματος ερωτικών τάσεων προς πλήρωσιν και κένωσιν. Αυτός δε που επιτυγχάνει μεταξύ τούτων την διάγνωση του αξιέπαινου και του απρεπούς έρωτα, αυτός είναι ο άριστος ιατρός όσον αφορά την επιστήμη. Και πάλι ο προκαλών μεταβολή, ώστε ν’ αποκτήσει τούτο αντί του ενός τον άλλον έρωτα, και γνωρίζοντας τα μέσα ν’ αναπτύξει έρωτα σε εκείνα, στα οποία δεν υπάρχει, πρέπει όμως να υπάρξει, και ν’ αφαιρέσει πάλι τον ενυπάρχοντα, αυτός θα ήταν ικανός δημιουργός. Διότι οφείλει πράγματι να είναι σε θέση στα στοιχεία του σώματος που αλληλομάχονται με σφοδρότητα να καλλιεργεί φιλία και αμοιβαίο έρωτα. Είναι δε εχθρικότατα τα άκρως αντίθετα, το ψύχος προς την θερμότητα, η πικρότητα προς την γλυκύτητα, η ξηρότητα προς την υγρασία, και όλα αυτά. Μεταξύ αυτών βρήκε το μέσον ο Ασκληπιός, ο πρόγονος μας, να εισαγάγη έρωτα και αρμονία. Καθώς λέγουν οι ποιητές απ’ εδώ, συμφωνώ δε και εγώ, και έτσι έθεσε τις βάσεις της δικής μας επιστήμης.

Με αυτόν τον τρόπο και η ιατρική, επαναλαμβάνω, τελεί ολόκληρη υπό την διεύθυνση τούτου του θεού, και επίσης η γυμναστική και η γεωργία. Στη δε μουσική πασιφανής είναι στον καθένα που έστω και για λίγο έχει ασχοληθεί, ότι το αυτό ισχύει, όπως σε αυτές. Αυτό ακριβώς και ο Ηράκλειτος ίσως θέλει να πει, αν και στις λέξεις δεν το διατυπώνει σωστά. Το εν, λέγει, αντιτιθέμενον προς εαυτό προς ένωσιν τείνει, καθώς η αρμονία τόξου και λύρας. Είναι όμως παράλογος εντελώς ο ισχυρισμός, ότι μία αρμονία ευρίσκεται σε εσωτερική αντίθεση ή ότι αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται ακόμα σε αντίθεση. Πιθανόν όμως είναι, ότι τούτο ήθελε να εκφράσει: ότι από στοιχεία που ευρισκονται κατ’ αρχάς σε κατάσταση αντιθέσεως, τα οποία συμφώνησαν κατόπιν, του υψηλού δηλαδή και του χαμηλού των τόνων, απαρτίσθηκε κατόπιν η αρμονία από την τέχνη της μουσικής. Διότι δεν είναι πάντως δυνατό να υπάρξει αρμονία εκ του υψηλού και χαμηλού, καθ’ ον χρόνο ευρίσκονται ακόμη σε αντίθεση. Διότι η αρμονία είναι συνήχηση, η δε συνήχηση είναι είδος συμφωνίας. Συμφωνία δε μεταξύ πραγμάτων αντιτιθεμένων, εφ’ όσον εξακολουθούν ν’ αντιτίθενται, είναι αδύνατο να υπάρξει. Ούτε είναι δυνατόν αφ’ετέρου να εναρμονίσουμε εκείνο το οποίο αντιτίθεται και δεν συμφωνεί. Καθώς ακριβώς και ο ρυθμός παρήχθη εκ του γοργού και του αργού, τα οποία ευρίσκονται κατ’ αρχάς σε κατάσταση αντιθέσεως, κατόπιν δε συνεφώνησαν. Την συμφωνία δε σε όλα αυτά τα στοιχεία εισάγει, όπως εκεί η ιατρική, έτσι και εδώ η μουσική, επειδή προκαλεί έρωτα και αμοιβαία ομόνοια. Είναι άρα η μουσική, σε ό,τι αφορά την αρμονία και τον ρυθμό, και πάλι επιστήμη των φαινομένων του έρωτος. Και στη μεν συγκρότηση της αρμονίας και του ρυθμού καθ’ εαυτή καμία δυσκολία δεν παρουσιάζει η διάγνωση των ερωτικών φαινομένων, ούτε υπάρχει εδώ με οποιαδήποτε μορφή ο διπλός έρωτας. Όταν όμως παραστεί ανάγκη ως προς τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσει κάποιος τον ρυθμό και την αρμονία, είτε συνθέτοντας (αυτό το οποίο ονομάζουν μουσική σύνθεση), είτε εκτελώντας σωστά τις συντεθειμένες ήδη μελωδίες και τους στίχους (αυτό το οποίο ονομάσθηκε μόρφωση), τότε πλέον και δύσκολο είναι και έργο ικανού τεχνίτη. Διότι και πάλι επανερχόμαστε στο ίδιο αξίωμα: απέναντι μεν των ηθικών ανθρώπων και προς τον σκοπό να καταστούν ηθικότεροι όσοι δεν είναι ακόμη, πρέπει να φαίνεται κάποιος ευχάριστος και να προστατεύει τον έρωτα τούτων, και αυτός είναι ο ωραίος, ο Ουράνιος, ο Έρως της Ουρανίας της Μούσας. Αντίθετα ο της Πολυμνίας είναι ο Πάνδημος, τον οποίο πρέπει με μεγάλη προφύλαξη να προσφέρει κανείς σε όσους τον προσφέρει, με τρόπο ώστε ν’ απολαύσουν μεν την ηδονή από αυτόν, να μη γίνει όμως πρόξενος κάποιας ακολασίας. Καθώς ακριβώς και στην επιστήμη μας, είναι υπόθεση δύσκολη να κανονίσουμε σωστά τις απολαύσεις, τις αναφερόμενες στη γαστρονομία, ώστε να απολαύσει κάποιος την ηδονή χωρίς κίνδυνο ασθένειας. Και στη μουσική άρα και στην ιατρική και σε όλα τα υπόλοιπα, τόσο τ’ ανθρώπινα όσο και τα θεία, οφείλουμε να παρακολουθούμε με προσοχή, όσο είναι δυνατό, και τα δύο είδη των Ερώτων, διότι και τα δύο ευρίσκονται εκεί.

13. Και η σύσταση άλλωστε των ωρών του έτους είναι γεμάτη και από τα δύο αυτά. Και όταν μεν τα στοιχεία, τα οποία προ ολίγου μνημόνευσα, της θερμότητας και του ψύχους, της ξηρασίας και της υγρασίας, επιτύχουν τον εύτακτον Έρωτα μεταξύ τους και υπαχθούν σε αρμονία και ένωση φρόνιμη, έρχονται και φέρουν εσοδεία καλή και υγεία στους ανθρώπους και στα λοιπά ζώα και φυτά, και δεν προξενούν συνήθως κάποια ζημιά. Όταν ο συνοδευόμενος από ατασθαλίες Έρως υπερισχύει ως προς τις εποχές του έτους, επιφέρει κατά κανόνα καταστροφές πολλές και ζημιές. Διότι και οι επιδημίες συνήθως προκαλούνται από τέτοιες αφορμές και άλλα πολλά διαφορετικά νοσήματα και των ζώων και των φυτών. Πράγματι και οι πάχνες και το χαλάζι πηγάζουν από την υπέρβαση των ορίων και την διατάραξη της ισορροπίας σε αυτές τις αμοιβαίες ερωτικές σχέσεις. Τούτων η επιστήμη ως προς τις τροχιές των άστρων και τις εποχές του έτους ονομάζεται αστρονομία.

Επί πλέον δε και οι θυσίες πάσης φύσεως και όσα υπάγονται στων μάντεων την τέχνη - είναι δε ταύτα η αμοιβαία μεταξύ θεών και ανθρώπων επικοινωνία - δεν αναφέρονται σε κάτι άλλο, ει μη στη διατήρηση ή την θεραπεία του Έρωτος. Διότι η ασέβεια στο σύνολό της διαπράττεται κατά κανόνα, αν στον Έρωτα τον σώφρονα δεν υπακούει κάποιος μήτε λατρεύει, μήτε τιμά σε κάθε πράξη του. Αλλ’ αντίθετα τιμά τον άλλο, και σε ό,τι αφορά τους γονείς, ζώντας ή αποβιώσαντες, και σε ό,τι αφορά τους θεούς. Ως προς αυτά λοιπόν έχει ορισθεί η μαντική να εποπτεύει επί των ερώτων και να τους θεραπεύει. Είναι άρα και η μαντική αυτή δημιουργός φιλικών σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων χάρις στην γνώση των ερωτικών τάσεων του ανθρώπου, που αποβλέπουν στο θείο δίκαιον και την παράβαση αυτού.

Τόσο πολυμερής και μεγάλη, ή μάλλον καθολική είναι η δύναμη, την οποία έχει γενικά ο Έρως, λαμβανόμενος σαν σύνολο. Ο πραγματοποιούμενος δε χάριν του αγαθού με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και από τη μεριά μας και από το μέρος των θεών, αυτός έχει την ύψιστη δύναμη και φέρνει σ’ εμάς κάθε φύσεως ευδαιμονία στο να μπορούμε να έχουμε επικοινωνία και αγάπη, τόσο προς αλλήλους όσο και προς τους ανωτέρους μας, τους θεούς. Ενδεχομένως βέβαια να παραλείπω και εγώ, εξυμνώντας τον Έρωτα, πολλά αλλ’ όχι πάντως με τη θέλησή μου. Αλλ’ ό,τι τυχόν παρέλειψα, έργον δικό σου είναι, Αριστοφάνη, να συμπληρώσεις. Ή, αν κατά κάποιον άλλο τρόπο σκέπτεσαι να πλέξεις του θεού το εγκώμιο, εγκωμίαζε, τώρα που έχεις απαλλαγεί πλέον από τον λόξυγγα".

Έλαβε τότε τον λόγο ο Αριστοφάνης και είπε : "Ναι, σταμάτησε πράγματι, όχι όμως προτού μεταχειρισθώ εναντίον του το πτάρνισμα. Ώστε εκπλήσσομαι, ότι η ισορροπία του σώματος χρειάζεται παρομοίους κρότους και γαργαλισμούς, όπως είναι και το πτάρνισμα. Από την στιγμήν που το έβαλα σ’ ενέργεια, ευθύς αμέσως σταμάτησε".

Και ο Ερυξίμαχος απάντησε: "Αγαπητέ Αριστοφάνη, πρόσεξε, τι κάνεις. Λέγεις σε βάρος μου αστεία την ώρα που πρόκειται να μιλήσεις. Με αναγκάζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο να σταθώ και εγώ φρουρός της ομιλίας της δικής σου, μήπως πεις τίποτε κωμικό. Ενώ θα ήταν δυνατόν να μιλήσεις με την ησυχία σου".

Ο Αριστοφάνης τότε γέλασε και είπε: "Καλά λές, Ερυξίμαχε. Ας θεωρηθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα. Και μη με παραφυλάς. Διότι ανησυχώ για όσα πρόκειται να λεχθούν, όχι πάντως μην πώ πράγματα κωμικά - αυτό οπωσδήποτε θα ήταν κέρδος και θ’ ανήκε στην περιοχή τα μούσας μου - αλλά μην πώ γελοία".

"Ρίχνεις πρώτα τα βέλη σου" είπε "Αριστοφάνη, και ύστερα θαρρείς πως θα ξεφύγεις. Μα όχι. Προσεκτικός να είσαι και να μιλήσεις σαν να πρόκειται να λογοδοτήσεις. Είναι δυνατόν όμως, αν θέλω, να σε απαλλάξω".

14. "Λοιπόν, Ερυξίμαχε" είπε ο Αριστοφάνης "πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ’ όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.

Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ’ αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις. Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ’ ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ’ άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.

Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.

15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν’ ασχημονούν. Τέλος ύστερ’ από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:

"Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν" είπε "θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ’ ενός μεν ανίσχυροι, αφ’ ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά", είπε, "θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό".

Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει. Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ’ όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ’ ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε

Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν’ αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός - αυτό που εύρισκε εμπρός του. Και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν’ αναπαράγεται το είδος. Και αν πάλι αρσενικό μ’ αρσενικό, να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση, και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.

16. Ο καθένας μας λοιπόν είν’ ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν’ απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ’ αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ’ αρσενικά. Εφ’ όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν’ αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν’ αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ’ από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ’ αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.

Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν’ αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον. Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον - το βλέπει κανείς - αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε:

"Τι είν’ αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;"

Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν, και τους ρωτούσε και πάλι:

"Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε".

Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας - είμαστε βέβαιοι - δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.

Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ’ όνομα έρως. Πρωτύτερα - το επαναλαμβάνω - ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.

Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους θεούς, ώστε ν’ αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσουμε μαζί του, θ’ ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.

Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν’ ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ’ εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ’ ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.

Τούτου τον δωρητή θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ’ όσον εμείς αποδίδουμε προς τους θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ’ αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.

Αυτός, Ερυξίμαχε", είπε "είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ - σου υπέβαλα ήδη την παράκληση - μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν’ ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν".

17. "Καλά, θα συμμορφωθώ" είπε ο Ερυξίμαχος "επειδή και ο λόγος που εκφώνησες, μου άρεσε. Αν δεν γνώριζα μάλιστα τον Σωκράτη και τον Αγάθωνα, πόσο δυνατοί είναι στα ζητήματα του έρωτος, θα είχα σοβαρούς φόβους, μήπως δεν βρουν τι να πουν, ύστερ’ από το πλήθος και την ποικιλία των όσων ελέχθησαν. Τώρα όμως δεν ανησυχώ".

Και ο Σωκράτης απάντησε:

"Φυσικά διότι συ κράτησες λαμπρά την θέση σου στον αγώνα, Ερυξίμαχε. Αν όμως συνέβαινε να ευρεθείς στη θέση, που ευρίσκομαι εγώ τώρα, ή καλύτερα ίσως στη θέση που θα ευρίσκομαι, όταν θα μιλήσει και ο Αγάθων, θ’ ανησυχούσες τότε και πολύ και θα δοκίμαζες κάθε είδος στενοχώριας, όπως τώρα εγώ".

"Μάγια, Σωκράτη" είπε ο Αγάθων "θέλεις να μου κάμεις, ώστε να τα χάσω, με την σκέψη ότι το κοινό στηρίζει μεγάλες προσδοκίες ότι θα μιλήσω όμορφα".

"Μα θα έπρεπε να είχα ασθενή τη μνήμη Αγάθων", αποκρίθηκε ο Σωκράτης "Εγώ είδα την γενναιότητα και την αυτοπεποίθηση, με την οποία ανέβαινες στη σκηνή με τους ηθοποιούς σου και κοίταξες κατάμματα τόσο πλήθος θεατών, έτοιμος να τους παρουσιάσεις έργα σου, χωρίς και στο ελάχιστο να ταραχθείς και τώρα να πιστεύσω πως θα πάθεις σύγχυση εξ αιτίας μας, από λίγα πρόσωπα;"

"Πως όχι, Σωκράτη;" είπε ο Αγάθων "Δεν φαντάζομαι να με θεωρείς τόσο παραφουσκωμένο από θεατρική ματαιοδοξία, ώστε να λησμονώ, ότι για ένα φρόνιμο άνθρωπο λίγα πρόσωπα με κρίση εμπνέουν μεγαλύτερο φόβο παρά πλήθος άκριτοι".

"Θα ήταν ασφαλώς όχι καλή πράξη εκ μέρους μου, Αγάθων" είπε "αν σου απέδιδα οποιανδήποτε έλλειψη πνευματικότητας. Αντιθέτως είμαι βέβαιος, πως, αν συνέβαινε να συναντήσεις μερικούς ανθρώπους, που να τους θεωρείς σοφούς, θ’ απέδιδες σ’ αυτούς πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά στο πολύ κοινό. Αλλά ίσως να μην είμαστε εμείς αυτά τα πρόσωπα. Εμείς άλλωστε παριστάμεθα και εκεί, και ήμασταν ένα μέρος από το πολύ κοινό. Αν όμως βρισκόσουν ενώπιον άλλων αληθινά σοφών, θα αισθανόσουν τότε ίσως ντροπή ενώπιόν τους, στην περίπτωση που πίστευες ίσως ότι πράττεις κάτι, που είναι πράγματι άσχημο. Τι λες και συ;"

"Έχεις δίκιο" είπε.

"Καλά, και το πολύ κοινό δεν θα το ντρεπόσουν, αν πίστευες ότι πράττεις κάτι άσχημο;"

Επενέβη τότε ο Φαίδρος και είπε:

Αγαπητέ μου Αγάθων, αν εξακολουθείς ν’ απαντάς στον Σωκράτη, δεν θα τον μέλει πλέον οτιδήποτε και αν γίνει με το κάθε τι εδώ μέσα, φθάνει να έχει κάποιον να συζητεί, αν είναι μάλιστα και όμορφος. Εγώ όμως ευχαριστούμαι φυσικά ν’ ακούω τον Σωκράτη να συζητεί. Είμ’ εν τούτοις υποχρεωμένος χάριν του Έρωτος να φροντίσω για το εγκώμιό του και να συγκεντρώσω από τον καθένα την οφειλόμενη προσφορά του λόγου. Ας πληρώσει λοιπόν και ο ένας και ο άλλος το χρέος του προς τον θεό, και τότε είσθ’ ελεύθεροι πλέον να συζητείτε".

"Ναι, σωστό είναι, Φαίδρε, αυτό που λες" είπε ο Αγάθων "και δεν μ’ εμποδίζει τίποτε ν’ αρχίσω τον λόγο μου. Με τον Σωκράτη άλλωστε θα παρουσιασθεί και άλλοτ’ ευκαιρία συχνά να συζητήσω".

18. "Εγώ λοιπόν θέλω πρώτα να πω, πώς θα μιλήσω, και έπειτα να μιλήσω. Διότι, καθώς βλέπω, οι προλαλήσαντες όλοι τον θεό δεν πανηγύριζαν, αλλά τους ανθρώπους καλοτύχιζαν, για όσα αγαθά τους χαρίζει ο θεός. Τι πράγμα όμως είν’ αυτός προσωπικά που τα δώρησε, αυτό κανείς δεν έχει περιγράψει. Ένας εν τούτοις τρόπος είν’ ορθός οποιουδήποτε επαίνου για οτιδήποτε: με λόγια ν’ αναπτύξεις, ποιος είναι ο ίδιος ο περί ου ο λόγος, ποια είναι τυχόν τα έργα του. Έτσι λοιπόν και εμείς είναι σωστό να εγκωμιάσουμε τον Έρωτα, τον ίδιον πρώτα τι πράγμα είναι, κατόπιν δε τα δωρήματά του.

Τονίζω λοιπόν: Από τους θεούς, που είν’ όλοι ευδαίμονες, πρώτος ο Έρως είναι (αν δεν είναι κρίμα και αμαρτία να το πω), στην ευδαιμονία πρώτος, αφού είναι ομορφότερος στο κάλλος και την αρετή.

Στο κάλλος είναι πρώτος με τα εξής προσόντα: Είναι πρώτα ο νεότατος μεταξύ των θεών, Φαίδρε. Τρανή απόδειξη του λόγου μου προσφέρει ο ίδιος: φευγάτος φεύγει το γήρας, και το γήρας είν’ ως γνωστόν, γοργό. Γοργότερα μας καταφθάνει, απ’ ό,τι πρέπει. Αυτό λοιπόν, έχει ως προς την φύση του ο Έρως να μισεί, και ούτε από μακριά να πλησιάζει, αλλά με νέους πάντοτε συνευρίσκεται και ευρίσκεται. Η παροιμία η παλιά έχει δίκιο : όμοιος τον όμοιον πάντα γυρεύει. Με τον Φαίδρο λοιπόν εγώ σε άλλα πολλά και αν συμφωνώ, σε τούτο όμως δεν συμφωνώ, πως είν’ ο Έρως από τον Κρόνο παλαιότερος και τον Ιαπετό. Αντίθετα ισχυρίζομαι: είναι από τους θεούς ο νεώτερος και αιωνίως νέος. Τα επεισόδια εκείνα τα παλιά, που διηγούνται για τους θεούς ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, η Ανάγκη, όχι ο Έρως τα δημιούργησε, αν είναι αληθινά όσα εκείνοι έλεγαν. Άλλωστε ακρωτηριασμοί δεν θα συνέβαιναν και φυλακίσεις και άλλες πολλές πράξεις της βίας, αν ίσως ήταν μεταξύ τους ο Έρως. Μόνο αγάπη και ειρήνη, καθώς και τώρα, αφ’ ότου ο Έρως βασιλεύει στους θεούς.

Νέος λοιπόν είναι και με το νέος, εννοώ απαλός. Ένας ποιητής, όπως ο Όμηρος, θα χρειαζόταν για να παραστήσει του θεού την απλότητα. Ο Όμηρος λοιπόν λεει για την Άτη, πως είναι θεά και απαλή (τα πόδια της τουλάχιστον πως είναι απαλά) με τις λέξεις:

κι έχει απαλά τα πόδια μηδ’ αγγίζει τη γη, μόνε κορφή κορφή πατάει θνητών κεφάλια

Θαυμάσιο νομίζω, δείγμα της απαλότητάς της παρουσιάζει, ότι στα μαλακά περπατάει και όχι στα σκληρά. Αυτό το ίδιο και εμείς θα χρησιμοποιήσουμε σαν επιχείρημα περί του Έρωτος, ότι απαλός όχι στη γη επάνω, ούτε στα κεφάλια περπατάει, που δεν είναι και τόσο μαλακά, αλλά στα μαλακότερα αντικείμενα και περιπατεί και κατοικεί. Στα αισθήματα και τις ψυχές θεών και ανθρώπων έχει στήσει την κατοικία του. Και ούτε πάλι στις ψυχές αδιακρίτως όλες. Αλλά όποιαν εύρει να έχει σκληρά αισθήματα, απομακρύνεται, όποιαν δε μαλακά εγκαθιδρύεται. Ερχόμενος λοιπόν σε επαφή αδιάκοπα και με τα πόδια και μ’ όλο του το είναι, με τα μαλακότερα ανάμεσα στα μαλακότερα, θα είναι κατ’ ανάγκην πάρα πολύ απαλός.

Νεότατος, είπαμε, είναι και απαλότατος. Επίσης είναι και υγρός σαν ουσία. Ειδεμή, δεν θα κατόρθωνε να προσαρμόζεται στο κάθε τι, και σε κάθε μιας ψυχής το βάθος απαρατήρητος στις αρχές να εισχωρεί και ν’ αποχωρεί - αν ήταν δύσκαμπτος. Η κομψότητα όμως είναι ένδειξη σοβαρή αρμονικής και ευλύγιστης φύσεως. Αυτήν κατέχει σε εξαιρετικό βαθμό απ’ όλους (όλοι τ’ αναγνωρίζουν) ο Έρως. Απρέπεια και Έρως έχουν πόλεμο μεταξύ των αιώνιο. Του χρώματος πάλι την ωραιότητα, την φανερώνει η διαμονή του θεού στ’ άνθη μέσα. Σε ανάνθιστο και εξανθισμένο, είτε σώμα είτε πνεύμα είτε τίποτ’ άλλο, ο Έρως δεν εδρεύει. Όπου όμως ανθισμένος και μυρισμένος είναι τόπος εκεί και εδρεύει και παραμένει.

19. Για την ομορφιά του θεού λοιπόν και αυτά είν’ αρκετά και ακόμη υπολείπονται πολλά. Για την αρετή τώρα του Έρωτος πρέπει να γίνει λόγος. Το σημαντικότερο: ο Έρως ούτε αδικεί ούτε τον αδικούν, ούτε θεός ούτε θεό. Ούτ’ άνθρωπος ουτ’ άνθρωπο. Διότι ούτε παθαίνει ό,τι παθαίνει μ’ εξαναγκασμό ο ίδιος (εξαναγκασμός τον Έρωτα δεν τον αγγίζει), ούτ’ ενεργεί ό,τι ενεργεί. Ελεύθερα ο καθένας σε κάθε τι υπηρετεί τον Έρωτα. Όσα δε θα συμφωνήσει κάποιος ελεύθερος μ’ ελεύθερο, λέγουν της πολιτείας οι άρχοντες, οι νόμοι, δίκαια είναι.

Μαζί με τη δικαιοσύνη, με σωφροσύνη άφθονη είναι προικισμένος. Είναι δε σωφροσύνη (αυτό είν’ αναγνωρισμένο) να είσαι κυρίαρχος των ηδονών και των επιθυμιών. Από τον έρωτα όμως καμία ηδονή δεν είναι ισχυρότερη, λέγουν. Σαν κατώτερες λοιπόν, κυριαρχούνται φυσικά από τον Έρωτα και αυτός κυριαρχεί. Και αφού κυριαρχεί των ηδονών και επιθυμιών, ο Έρως θα έχει ασύγκριτη σωφροσύνη.

Και πάλι στη γενναιότητα. Με τον Έρωτα κι ο Άρης δεν μετριέται, αφού δεν κατέχει τον Έρωτα ο Άρης αλλά τον Άρη ο Έρως - της Αφροδίτης, καθώς λέγουν. Δυνατότερος δε είναι ο κατέχων του κατεχομένου. Αφού λοιπόν νικά από τους άλλους τον γενναιότερο, γενναιότερος απ’ όλους πρέπει να είναι.

Αυτά για την δικαιοσύνη, την σωφροσύνη, την γενναιότητα του θεού. Μας μένει η σοφία. Ας δοκιμάσουμε να μη καθυστερήσουμε και σε αυτό, όσο μας είναι δυνατόν. Και πρώτα πρώτα (για να αποδώσω και εγώ τις τιμές στην τέχνη μας, όπως και ο Ερυξίμαχος στη δική του) ο θεός είναι ποιητής τόσο σοφός, που και άλλο να μπορεί να κάμει ποιητή. Σε ποιητή, ως γνωστόν, μεταβάλλεται, κι αν του ήταν πριν ξένη η Μούσα, καθένας που θα τον αγγίσει ο Έρως. Αυτό αρμόζει να φέρουμε σαν μαρτυρία, ότι δημιουργός ο Έρως είν’ εξαίρετος γενικά σε κάθε μορφή δημιουργίας της τέχνης των Μουσών. Άλλωστε όσα κανείς ή δεν έχει ή δεν ξέρει, ούτε σε άλλον να προσφέρει, ούτε σε άλλον να διδάξει θα μπορούσε. Έπειτα και η δημιουργία όλων των εμψύχων (κανείς δεν έχει αντίρρηση) είναι τέχνη του Έρωτος. Με αυτήν γίνονται και αναπτύσσονται όλα τα έμψυχα. Και μήπως η εξάσκηση των πρακτικών τεχνών; Είναι γνωστό, ότι όσων ο θεός αυτός θα χρηματίσει διδάσκαλος, συνήθως γίνονται περίφημοι και φωτεινοί. Όσους δε πάλι ο Έρως δεν αγγίσει, σκοτεινοί. Ο Απόλλων έξαφνα όταν εφεύρε την τέχνη των τόξων και την ιατρική και μαντική, του έδειξαν τον δρόμο ο πόθος και ο έρως. Ώστε και εκείνος του Έρωτος θα έπρεπε να είναι μαθητής, και οι Μούσες στην μαντική, και ο Ήφαιστος στην μεταλλουργία, και η Αθηνά στην υφαντουργία, και ο Ζευς στο να πηδαλιουχεί θεούς κι ανθρώπους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ακριβώς μπήκε τάξη στις σχέσεις των θεών, όταν ο Έρως παρεμβλήθηκε, ο έρως φυσικά προς το ωραίο. Στο άσχημο έρως δεν κατοικεί. Ενώ πριν, όπως ανέφερα και στην αρχή, συνέβαιναν πλήθος αγριότητες μεταξύ των θεών, όπως λέγουν , αφού βασίλευε η Ανάγκη. Αφ’ ότου όμως εμφανίστηκε ο θεός αυτός, από τον έρωτα προς κάθε τι ωραίο, έχει δημιουργηθεί κάθε καλό και στους θεούς και στους ανθρώπους.

Μ’ αυτό νομίζω, Φαίδρε, ο Έρως πρώτα ο ίδιος καθώς είναι ωραιότατος και τελειότατος, έγινε κατόπιν πρόξενος και στους άλλους άλλων αναλόγων χαρισμάτων. Μου έρχεται δε και κάτι έμμετρα να προσθέσω, ότι αυτός είναι που δημιουργεί

στους ανθρώπους ειρήνη,

στα πελάγη γαλήνη,

κι απανεμιά.

Τους ανέμους κοιμίζει,

στα θλιμμένα χαρίζει

ύπνο κορμιά.

Αυτός είναι, που την εχθρότητα μας αφαιρεί, με οικειότητα μας πλημμυρίζει, αυτός ορίζει να κάνουμε μεταξύ μας όλες τις παρόμοιες συγκεντρώσεις και πρωτοστάτης βαδίζει στα πανηγύρια, τα χοροστάσια, τις τελετές. Εξασφαλίζει μειλιχιότητα, αγριότητα εξαφανίζει. Δώρα χαρίζει της ευμενείας, δώρα αρνείται της δυσμενείας. Στοργικός, μαλακός. Των σοφών το θέαμα, των θεών το καύχημα. Ζηλευτός στους αμετόχους, θησαυρός για τους κατόχους. Της Απολαύσεως, της Ανέσεως, της Ευμαρείας, των Θελγήτρων, της Λαχτάρας. Του Πόθου πατέρας. Αγρυπνεί για τους καλούς. Αδιαφορεί για τους κακούς. Σε κάθε κόπο, σε κάθε φόβο, σε κάθε πόθο, σε κάθε λόγο βοηθός, πολεμιστής, συμμαχητής και σωτήρας τέλειος. Όλων μαζί των θεών και ανθρώπων στόλισμα. Οδηγητής πανέμορφος, πανίσχυρος. Αυτόν ν’ ακολουθεί χρεωστεί ο κάθε άνθρωπος μ’ αρμονικά υμνολογήματα, να ενώνει τη φωνή του στο τραγούδι του, που τραγουδά, και των θεών και των ανθρώπων όλα τα στήθη σαγηνεύει.

Αυτός" είπε "ο λόγος, Φαίδρε, αφιέρωμα ας είναι εκ μέρους μου προς τον θεό, παιχνίδι μαζί και εν μέρει σοβαρολογία, όσο φθάνουν οι δυνάμεις μου.

20. Μετά την ομιλία του Αγάθωνος όλοι, είπε ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε ζωηρές επιδοκιμασίες του νέου. Ο λόγος του υπήρξε αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε αφού στράφηκε προς τον Ερυξίμαχο είπε:

"Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύεις, πως ήταν άδικος ο φόβος που είχα τόση ώρα; Και δεν είχα σαν προφήτης μιλήσει προ ολίγου, όταν τόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήσει έναν τόσο θαυμάσιο λόγο, ώστε εγώ θα βρεθώ σε δύσκολη θέση;"

"Στο ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης στο ότι δηλαδή θα είναι ωραίος ο λόγος του Αγάθωνος. Ότι όμως εσύ θα δυσκολευθείς, δεν το πιστεύω".

Και πως θέλεις, καλότυχε" απάντησε ο Σωκράτης "να μη δυσκολευθώ, όχι μόνο εγώ, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος μιλήσει ύστερ’ από έναν τόσο όμορφο και τόσο πολυποίκιλο λόγο που εκφωνήθηκε; Αφήνω τ’ άλλα σημεία που ήταν, όχι βέβαια στον ίδιον βαθμό όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! Ποιός θα τα άκουγε και δεν θα έχανε τον νου του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικά δεν θα είμαι διόλου σε θέση ούτε κατά προσέγγιση να μιλήσω τόσο νόστιμα, λίγο έλειψε, αν εύρισκα τρόπο, να το σκάσω κρυφά από τη ντροπή μου. Ο λόγος άλλωστε μου θύμιζε τον Γοργία. Ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε λίγο, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος : έτρεμα μήπως στο τέλος ο Αγάθων την κεφαλή του Γοργίου, του τρομερού στους λόγους, εναντίον του λόγου μου μου στείλει μέσα στο λόγο του και με κάνει τον ίδιον άφωνο, σαν την πέτρα.

Και κατάλαβα τότε, πόσο γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωση να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειρά μου στον εγκωμιασμό του Έρωτος, και βεβαίωνα ότι ήμουν πεπειραμένος στα ζητήματα του Έρωτος, ενώ καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέα του πράγματος κατά ποιον δηλαδή τρόπο έπρεπε κανείς να εγκωμιάζει οτιδήποτε. Εγώ π.χ. στην αφέλειά μου φανταζόμουν, ότι όφειλε ο καθένας να αναπτύσσει την αλήθεια περί οποιουδήποτε αντικειμένου, το οποίο εγκωμιάζει. Και ότι αυτό μεν θα ήταν η βάση. Κατόπιν δε, σύμφωνα με αυτή, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερο δυνατό τρόπο. Γι’ αυτό μάλιστα είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση, ότι θα μιλούσα ωραία, αφού γνώριζα για τη σωστή μέθοδο του εγκωμιασμού οποιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσεις έναν κομψό πανηγυρικό προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ περισσότερο το να επισωρεύεις προς έξαρσή του τα σημαντικότερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προϊόντα, αδιάκριτα αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει βλέπω σημασία. Ορίσθηκε άλλωστε εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξει ο καθένας μας να δώσει απλά την εντύπωση, ότι εξυμνεί τον Έρωτα όχι να τον εξυμνήσει πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικό χαρακτηρισμό και τον φορτώνετε στον Έρωτα, βεβαιώνοντας ότι είναι τέτοιου είδους και τόσων αγαθών πρόξενος. Έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσο το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά στα μάτια εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, σε όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό αυτές τις συνθήκες και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δε γνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτό του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεση να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθει η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσε υπόσχεση, όχι ο νους μου. Ας πάει λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθεια, αν το επιθυμείτε, αυτή ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον δικό μου τρόπο, όχι σε αντιπαραβολή προς τις δικές σας ομιλίες. Έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρόμοια αγόρευση, την αλήθεια ν’ ακούσεις ν’ αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογή και τη συναρμολόγηση των λέξεων, η οποία τυχόν θα μου ερχόταν πρόχειρα στο στόμα".

Ο Φαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενθάρρυναν, είπε, με τον τρόπο που αυτός τυχόν εύρισκε σωστό να εκθέσει τις απόψεις του, μ’ αυτόν να ομιλήσει.

"Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε" είπε. "Δώσε μου την άδεια να ρωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσή σου και ύστερα στη βάση πλέον αυτής να μιλήσω".

"Καλά, σου δίδω την άδεια" απάντησε ο Φαίδρος. "Ρώτα τον".

21. Ύστερα λοιπόν απ’ αυτά, είπε, άρχισε ο Σωκράτης από το εξής πάνω κάτω ερώτημα:

"Λοιπόν αγαπητέ μου Αγάθων. Σχημάτισα τη γνώμη, πως ήταν πετυχημένη η κατεύθυνση που έδωσες στην ομιλία σου, ότι τόνιζες πως έπρεπε πρώτα τον ίδιο τον Έρωτα να παρουσιάσεις, τι πράγμα είναι, έπειτα δε την δράση του. Αυτή την εισαγωγή την επιδοκιμάζω πλήρως. Σε παρακαλώ λοιπόν, εφ’ όσον και τις άλλες ιδιότητες του Έρωτα περιέγραψες με τόση επιτυχία και τόση μεγαλοπρέπεια, απάντησέ μου και στο εξής: Είναι άραγε τέτοια η φύση του, ώστε να είναι ο Έρως έρως κάποιου πράγματος ορισμένου ή όχι; Το ερώτημά μου πάντως δεν αναφέρεται στο αν είναι γέννημα ορισμένης μητέρας ή πατέρα (θα ήταν τότε κωμικό το ερώτημα, αν ο Έρως είναι έρως προς μητέρα ή πατέρα). Αλλά να: Υπέθεσε, πως σ’ ερωτούσα για αυτήν ακριβώς την έννοια πατέρας. Άραγε ο πατέρας είναι πατέρας κάποιου ορισμένου, ή όχι; Θα μου απαντούσες, δεν αμφιβάλλω, αν ήθελες να μου δώσεις απάντηση ακριβή, ότι ο πατέρας είναι πατέρας ενός υιού ή μιας θυγατρός. Ή όχι;"

"Φυσικά" είπε ο Αγάθων.

"Και η μητέρα πάλι το ίδιο;"

Και σε αυτό η απάντηση ήταν καταφατική.

"Δέξου ακόμη" είπε ο Σωκράτης "να μου δώσεις και μερικάς άλλες απαντήσεις, για να εννοήσεις ακριβέστερα αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω.

Αν σ’ ερωτούσα π.χ.: Και ο αδελφός; Δεν είναι και αυτός αυτό που είναι, εφ’όσον είναι αδελφός ενός ορισμένου προσώπου; ή όχι;"

"Είναι" είπε.

"Ενός αδελφού ή μιας αδελφής. Ναι;"

Το παραδέχθηκε.

"Προσπάθησε τώρα" λέει "να καθορίσεις και περί του Έρωτος. Ο Έρως είναι έρως κάποιου ορισμένου ή δεν είναι;"

"Και βέβαια είναι".

"Τώρα, αυτό μεν, το τίνος είναι" εξακολούθησε ο Σωκράτης "φύλαξέ το μέσα σου και να το θυμάσαι. Εν τω μεταξύ απάντησέ μου σ’ αυτό και μόνον: άραγε ο Έρως εκείνο, του οποίου είναι έρως, το επιθυμεί, ή όχι;"

"Χωρίς άλλο" είπε.

"Άραγε το έχει αυτό, που επιθυμεί και αγαπά και όμως το επιθυμεί και το αγαπά ή δεν το έχει;"

"Δεν το έχει" λέει. "Αυτό τουλάχιστον είναι πιθανό".

"Κοίταξε τώρα" είπε ο Σωκράτης "μήπως αυτό είναι λογικά αναγκαίο, και όχι απλά πιθανό, αυτός δηλαδή που έχει την επιθυμία, να επιθυμεί ό,τι στερείται, ει δ’ άλλως να μην επιθυμεί, αν τύχει και δεν το στερείται. Εγώ πάντως, Αγάθων, παραδέχομαι ότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Εσύ;"

"Και εγώ" είπε "το πιστεύω".

"Λαμπρά! Θα επιθυμούσε λοιπόν ποτέ ένας, που είναι ήδη μεγαλόσωμος, να είναι μεγαλόσωμος, ή ρωμαλέος, αφού είναι ρωμαλέος;"

"Αδύνατον, στη βάση των όσων δεχθήκαμε".

"Φυσικά, αφού δεν θα του έλειπαν αυτά τα προσόντα, εφ’ όσον τα έχει".

"Έχεις δίκιο".

"Διότι και στην περίσταση, που ένας ρωμαλέος θα ήθελε να είναι ρωμαλέος" λεει ο Σωκράτης "και ένας γρήγορος να είναι γρήγορος, και ένας υγιής να είναι υγιής - διότι θα ήταν δυνατόν ίσως να φαντασθεί κανείς αυτά και όλα τα παρόμοια ενδεχόμενα, άνθρωποι δηλαδή που είναι τέτοιοι και κατέχουν τα προσόντα αυτά, να επιθυμούν ταυτόχρονα αυτά που κατέχουν. Για να μην υποπέσουμε λοιπόν σε λάθος, γι’ αυτό επιμένω. Άλλωστε αυτοί, Αγάθων, αν το συλλογισθείς καλά, οφείλουν κατ’ ανάγκη, θέλουν δεν θέλουν να είναι κάτοχοι τη στιγμή αυτή των διαφόρων ιδιοτήτων, τις οποίες έχουν. Επομένως κανείς δεν θα μπορούσε πάντως να ποθήσει αυτό και μόνο; Αν όμως έλθει κανείς και μας πει: "Εγώ είμαι υγιής, αλλά και θέλω επίσης να είμαι υγιής. Είμαι πλούσιος, αλλά και θέλω να είμαι πλούσιος, επιθυμώ επομένως ό,τι ακριβώς έχω", θα του απαντήσουμε: "Ναι, κύριε, έχεις τώρα και πλούτο και υγεία και σωματική δύναμη. Αλλά τα θέλεις να τα έχεις και στο μέλλον. Καθ’ όσον στο παρόν τουλάχιστον, είτε το θέλεις είτε όχι, τα έχεις. Πρόσεξε λοιπόν, μήπως με την βεβαίωσή σου αυτή ότι : Επιθυμώ αυτά που έχω, δεν θέλεις να πεις τίποτε άλλο παρά τούτο: ότι θέλω όσα τώρα είναι στη διάθεσή μου και στο μέλλον να είναι". Θα το αναγνώριζε, έτσι δεν είναι;"

Συμφώνησε, είπε, και ο Αγάθων.

Πρόσθεσε τότε ο Σωκράτης:

"Επομένως, αυτό σημαίνει ότι αγαπάς εκείνο το οποίο δεν είναι ακόμη στην διάθεσή σου ούτε στην κατοχή σου, ότι αγαπάς δηλαδή το να σου είναι στο μέλλον εξασφαλισμένα και διαθέσιμα αυτά τα αγαθά".

"Απολύτως" είπε.

"Επιθυμεί άρα, και αυτός και οποιοσδήποτε άλλος κατέχεται από κάποια επιθυμία, ό,τι δεν είναι στη διάθεσή του και ό,τι δεν είναι παρόν και ό,τι δεν κατέχει και ό,τι δεν είναι ο ίδιος και ό,τι του λείπει. Παρόμοια περίπου είναι τ’ αντικείμενα, προς τα οποία στρέφονται η επιθυμία και ο έρως".

"Πολύ σωστά" είπε.

"Και τώρα, σε παρακαλώ" εξακολούθησε ο Σωκράτης "ας ανακεφαλαιώσουμε τα σημεία, στα οποία μείναμε σύμφωνοι. Ο Έρως αναφέρεται πρώτον μεν σε ορισμένα αντικείμενα, έπειτα σε εκείνα τ’ αντικείμενα, όσα τυχόν στερείται επί του παρόντος. Δεν είναι έτσι;"

"Μάλιστα" λέγει.

"Ανακάλεσε τώρα στη μνήμη σου ύστερ’ απ’ αυτά, προς τι πράγμα ανέφερες στην ομιλία σου ότι στρέφεται ο Έρως. Ή, αν προτιμάς, σου το υπενθυμίζω εγώ. Μου φαίνεται λοιπόν, πως αυτό περίπου υποστήριξες: ότι τα πράγματα των θεών τακτοποιήθηκαν χάρις στον έρωτα προς το ωραίο. Διότι του άσχημου έρως δεν νοείται. Αυτό πάνω κάτω δεν είναι που έλεγες"

"Ναι, το είπα" απάντησε ο Αγάθων.

"Και πολύ σωστός είναι ο ισχυρισμός σου, φίλε μου" είπε ο Σωκράτης. "Αν λοιπόν αυτό αληθεύει, τότε ο Έρως πρέπει να είναι της ωραιότητας έρως και όχι της ασχήμιας. Έτσι;"

Το παρεδέχθη.

"Αναγνωρίσθηκε όμως, ότι εκείνο που στερείται και εκείνο που δεν έχει, αυτό αγαπά;"

"Ναι" είπε.

"Στερείται επομένως και δεν έχει ωραιότητα ο Έρως".

"Κατ’ ανάγκη" είπε.

"Αλλά τότε, ένα πράγμα που στερείται ωραιότητα και δεν έχει διόλου κάλλος, το ονομάζεις μήπως συ ωραίο;"

"Σίγουρα όχι".

"Επιμένεις λοιπόν να υποστηρίζεις, ότι ο Έρως είναι ωραίος, εφ’ όσον η πραγματικότητα είν’ αυτή;"

Και ο Αγάθων είπε τότε:

"Φοβούμαι, Σωκράτη, πως δεν είχα καταλάβει τίποτε απ’ όσα είπα τότε".

"Και όμως ωραίος πολύ ήταν ο λόγος σου, Αγάθων" είπεν. "Αλλ’ απάντησέ μου ακόμη κάτι τι: κάθε τι αγαθό δεν παραδέχεσαι πως είναι και ωραίο;"

"Ασφαλώς".

"Εφ’ όσον λοιπόν ο Έρως στερείται τα ωραία και εφ’ όσον τ’ αγαθά είναι ωραία, θα πρέπει και τ’ αγαθά να τα στερείται".

"Εγώ" λέγει "Σωκράτη, δεν θα μπορούσα να τα βάλω μαζί σου στην συζήτησιν. Ας είναι λοιπόν το πράγμα όπως το λέγεις".

"Όχι δα" είπε. "Με την αλήθεια, αγαπημένε μου Αγάθων, δεν μπορείς να τα βάλεις. Με τον Σωκράτη, αυτό δεν είναι διόλου δύσκολο".

22. "Και τώρα εσένα μεν θα σ’ αφήσω, την δε θεωρία περί του Έρωτος, που άκουσα κάποτε από μία γυναίκα της Μαντινείας, την Διοτίμα - ήταν και σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και σε άλλα πολλά, σοφή, και κάποτε προ της επιδημίας πέτυχε για τους Αθηναίους, με τις θυσίες που έκαμαν, δεκαετή αναβολή της νόσου. Αυτή χρημάτισε και για μένα διδάσκαλος στο κεφάλαιο του έρωτος - την θεωρία λοιπόν, που μου ανέπτυσσε κάποτε εκείνη, θα προσπαθήσω, πάνω στη βάση των όσων διαπιστώσαμε εγώ και ο Αγάθων, να σας εκθέσω, μόνος με τις δυνάμεις μου, με όποιον τρόπο μπορέσω. Φυσικά πρέπει, όπως και συ, Αγάθων, υπέδειξες, να καθορίσω, ο ίδιος πρώτα τι πράγμα είναι ο Έρως και ποία η φύση του, έπειτα την δράση του.

Το απλούστερο λοιπόν θα είναι, μου φαίνεται, να τα εκθέσω κατά τον τρόπο που μου τ’ ανέπτυσσε τότε η ξένη, απευθύνοντας προς εμένα ερωτήσεις. Διότι και εγώ τότε ανάλογες σχεδόν απόψεις υποστήριζα απέναντι εκείνης, καθώς προ ολίγου απέναντί μου ο Αγάθων: ότι ο ΄Ερως είναι θεός μεγάλος και ότι ανήκει στα ωραία. Και εκείνη με αντέκρουσε με τα ίδια επιχειρήματα, με τα οποία και εγώ τούτον αντέκρουσα: ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενά μου, ούτε ωραίος είναι ο Έρως, ούτε αγαθός. "Τι είν’ αυτό που λέγεις, Διοτίμα;" απάντησα εγώ. "Άσχημος λοιπόν είν’ ο Έρως και κακός;"

"Μη βλασφημείς" είπε εκείνη. "Ή μήπως νομίζεις, πως ό,τι δεν είναι ωραίο, είναι κατ’ ανάγκην άσχημο;"

"Και βέβαια".

"Ώστε και ό,τι δεν είναι σοφό, είναι ανόητο; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν ότι μεταξύ σοφίας και μωρίας υπάρχει ένα μέσον;"

"Ποιο είναι τούτο;"

"Το να έχει κανείς παράσταση ορθή, χωρίς να μπορεί να την δικαιολογήσει. Αγνοείς" είπε "ότι αυτό δεν είν’ ούτ’ επιστήμη (πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να είν’ επιστήμη ένα πράγμα μη αποδεικνυόμενο λογικά;), ούτε άγνοια (αφού ευστοχεί στην πραγματικότητα, πως μπορούσε να είναι άγνοια;) ; Είναι λοιπόν του είδους αυτού προφανώς η ορθή παράσταση, κάτι μεταξύ φρονήσεως και μωρίας".

"Δίκιο" της λέγω "έχεις".

"Μη θέλεις λοιπόν, σώνει και καλά, ό,τι δεν είναι ωραίο, να είναι άσχημο, και κακό ό,τι δεν είναι αγαθό. Το ίδιο και ο Έρως. Εφ’ όσον μόνος σου αναγνωρίζεις πως δεν είναι ούτε καλός ούτε ωραίος, δεν υπάρχει λόγος να νομίζεις μ’ αυτό, πως πρέπει απαραιτήτως να είναι άσχημος και κακός, και όχι κάτι μεταξύ" είπε "αυτών των δύο".

"Εντούτοις" είπα εγώ "αναγνωρίζεται απ’ όλους πως είναι μεγάλος θεός".

"Όλους ποιους εννοείς;" είπε. "Τους αγνοούντας ή και τους ειδήμονας;"

"Όχι όλους ανεξαιρέτως".

Εκείνη τότ’ εγέλασε και είπε:

"Μα Σωκράτη, πως είναι δυνατό ν’ αναγνωρίζεται σαν μέγας θεός απ’ αυτούς, οι οποίοι αρνούνται καν πως είναι θεός;"

"Ποιοι αυτοί;" είπα εγώ.

"Ένας" είπε "συ, δεύτερη εγώ".

Και εγώ της είπα:

"Πως βεβαιώνεις αυτό το πράγμα;"

"Απλούστατα" είπε. "Απάντησέ μου: δεν παραδέχεσαι, ότι όλοι οι θεοί είναι ευδαίμονες και ωραίοι; ή θα έφθανες να ισχυρισθείς για οποιονδήποτ’ από τους θεούς, ότι δεν είναι ωραίος και ευδαίμων;"

"Μα τον θεό" είπα "εγώ πάντως όχι".

"Ευδαίμονες δε ονομάζεις βέβαια όσους έχουν τ’ αγαθά και τα ωραία. Ή όχι;"

"Φυσικά".

"Εντούτοις έχεις αναγνωρίσει, ότι ο Έρως από έλλειψη των αγαθών και των ωραίων τα ποθεί αυτά ακριβώς, επειδή του λείπουν".

"Το έχω πράγματι παραδεχθή".

"Τότε πως είναι δυνατόν να είναι θεός ο στερούμενος των ωραίων και των αγαθών

"Αποκλείεται. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται".

"Βλέπεις λοιπόν, ότι και συ δεν θεωρείς θεό τον Έρωτα;"

23. "Αλλά τότε" είπα "τι να είναι ο Έρως ; θνητός"

"Κάθε άλλο".

"Μα τότε τι;"

"Όπως και τα προηγούμενα παραδείγματα" είπε. "Κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου".

"Δηλαδή, Διοτίμα, τι;"

"Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε κάθε τι δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού".

"Και ποία είναι" είπα εγώ "η δράση του;"

"Να μεταφράζει και να μεταβιβάζει στους θεούς τα προερχόμενα από τους ανθρώπους και στους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν τις προσευχές και τις θυσίες, τούτων δε τις προσταγές και τις ανταποδόσεις. Στο μέσον δε και των δύο όπως ευρίσκεται, γεμίζει το κενό. Ώστε το σύμπαν να έχει εσωτερική συνοχή. Δια μέσου τούτου προβαίνει στο έργο της και η μαντική ολόκληρη και η τέχνη των ιερέων η σχετική με τις θυσίες και τις μυσταγωγίες και τις επωδούς, και γενικά με την μαγεία και την γοητεία. Το θείον με τους ανθρώπους δεν έρχεται σε άμεση επαφή, αλλά δια της μεσολαβήσεως τούτου συντελείται οποιαδήποτ’ επικοινωνία και συνομιλία θεών και ανθρώπων, είτε κατά την εγρήγορση είτε στον ύπνο τους. Όποιος σ’ αυτά τα ζητήματα είν’ έμπειρος, είν’ ένας άνθρωπος δαιμόνιος. Ενώ όποιος είναι σε άλλα πράγματα σοφός, σε επιστήμη π.χ. ή χειρωνακτική εργασία, είν’ ένας βάναυσος. Οι δαίμονες λοιπόν αυτοί είναι πολυάριθμοι και διαφόρων ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως".

"Πατέρα" είπα τότ’ εγώ "και μητέρα ποιον έχει;"

"Αυτό" είπε "είναι μια ιστορία κάπως μεγάλη, αλλά θα σου την διηγηθώ. Τον καιρόν λοιπόν που ήλθε στον κόσμο η Αφροδίτη, οι θεοί είχαν τραπέζι. Μαζί με τους άλλους ήταν και της Μήτιδος ο γιος ο Πόρος. Όταν απόφαγαν, ήλθε η Πενία να επαιτήσει, όπως ήταν φυσικό σε μία τόσο μεγάλη διασκέδαση. Στεκόταν λοιπόν εκεί στην είσοδο. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ (κρασί δεν υπήρχε ακόμη) κατέβηκε, βγήκε έξω στον κήπο του Δία, και με το κεφάλι βαρύ όπως ήταν, έπεσε και αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε μέσα στην απορία της συνέλαβε το σχέδιο ν’ αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πηγαίνει λοιπόν και πλαγιάζει κοντά του. Έτσι απέκτησε τον Έρωτα. Γι’ αυτό το λόγο έγινε ο Έρως της Αφροδίτης συνοδός και υπηρέτης, επειδή γεννήθηκε στα γενέθλιά της και συγχρόνως επειδή έμφυτα είν’ ερωτευμένος με το ωραίο, η δε Αφροδίτη είναι ωραία.

Ως γιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασή του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος. Αντίθετα είναι τραχύς και απεριποίητος και ανυπόδυτος και άστεγος. Πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα, κοιμάται στο ύπαιθρο, στα κατώφλια και τους δρόμους, έχει της μητέρας του το φυσικό, επομένως διαρκή σύντροφο την στέρηση. Αφ’ ετέρου κατά του πατέρα του το φυσικό, είναι παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος και ενεργητικός, κυνηγός φοβερός, που εξυφαίνει διαρκώς σχέδια, επιθυμεί την σύνεση και είναι επινοητικός, αναζητητής της γνώσης για τη ζωή, τρομερός στο να μαγεύει με γοητείες, με βότανα, με λόγια ωραία. Δεν είναι όμοιος στην φύση του με αθάνατο ούτε με θνητό, αλλά μέσα σε μια και την αυτή ημέρα, πότε ανθεί και ζει, όταν βρει ευπορία, πότε πεθαίνει και πάλι ξαναζωντανεύει, χάρις στην πατρική του φύση, και πάλι ό,τι αποκτά κάθε φορά, του φεύγει διαρκώς μέσ’ από τα δάκτυλα. Έτσι ούτε άπορος ποτέ τελείως είναι ο Έρως ούτε πλούσιος σε μέσα.

Και πάλι, ευρίσκεται στο μέσον μεταξύ σοφίας και μωρίας. Τα πράγματα δηλαδή έχουν ως εξής: Θεός κανένας δεν φιλοσοφεί, ούτε ποθεί να γίνει σοφός, αφού είναι. Ομοίως και οποιοσδήποτε άλλος είναι σοφός, δεν φιλοσοφεί. Αφ’ ετέρου ούτε οι μωροί φιλοσοφούν, ούτε ποθούν να γίνουν σοφοί. Διότι αυτό ακριβώς είναι το κακό της μωρίας, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος και καλός και φρόνιμος, είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Εκείνος επομένως, που δεν φαντάζεται ότι του λείπει τίποτε, δεν έχει τον πόθο εκείνου, το οποίο δεν φαντάζεται πως του χρειάζεται".

"Και ποιοί είναι τότε οι φιλοσοφούντες, Διοτίμα" ρώτησα εγώ "αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι μωροί;"

"Μα αυτό επιτέλους" είπε "είναι και σ’ ένα παιδί φανερό: ακριβώς όσοι ευρίσκονται στο μέσον αυτών των δύο. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να είναι και ο Έρως. Γιατί η σοφία ανήκει φυσικά στα ωραιότερα πράγματα. Ο Έρως είναι έρως προς το ωραίο. Κατ’ ανάγκην άρα ο Έρως είναι φιλόσοφος, και σαν φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας. Οφείλεται δε και τούτο στην καταγωγή του. Επειδή είναι από πατέρα μεν σοφό και πολυμήχανο, από μητέρα δε αμήχανο και όχι σοφή. Αυτή λοιπόν είναι, αγαπητέ Σωκράτη, η φύση του δαίμονος. Αυτό δε που συ εξέλαβες σαν Έρωτα - δεν είναι διόλου παράξενο αυτό που σου συνέβη. Εξέλαβες, υποθέτω (και το συμπεραίνω απ’ όσα λες), το αντικείμενο του έρωτος ως Έρωτα, όχι το υποκείμενο. Έτσι λοιπόν, νομίζω, αντίκρυζες τον Έρωτα σαν κάτι πανέμορφο. Γιατί όντως το αντικείμενο του έρωτα είναι ωραίο, τρυφερό, τέλειο, αξιομακάριστο. Το υποκείμενο όμως του έρωτα έχει διαφορετική εμφάνιση, όπως εγώ σου την περιέγραψα".

24. Εγώ τότε είπα:

"Πολύ καλά, ξένη, έχεις δίκιο. Έτσι που είναι ο Έρως, ποια χρησιμότητα έχει για τους ανθρώπους;"

"Αυτό ακριβώς" είπε "Σωκράτη, θα προσπαθήσω τώρα να σου αναπτύξω. Ο Έρως λοιπόν, είπαμε, είναι τέτοιας φύσεως και τέτοιας καταγωγής, στρέφεται δε, κατά τον ισχυρισμό σου, προς τα ωραία. Αν μας ρωτούσε όμως κάποιος: Υπό ποίαν έννοια στρέφεται ο Έρως προς τα ωραία, Σωκράτη και Διοτίμα; - ή μάλλον με μεγαλύτερη σαφήνεια, ως εξής: Αγαπά ο ερωτευμένος τα ωραία. Τι κυρίως αγαπά;"

"Να γίνουν δικά του" είπα τότε εγώ.

"Εντούτοις η απάντησή σου" είπε "χρειάζεται ακόμη ένα παρόμοιο ερώτημα: Τι θα κερδίσει εκείνος που θ’ αποκτήσει τα ωραία;"

Της είπα ότι δεν είχα πλέον τόσο πρόχειρη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.

"Καλά" είπε. "Υπόθεσε τώρα, ότι επιφέρει μία τροποποίηση και θέτει αντί του ωραίου το αγαθό, και σ’ ερωτά: Απάντησέ μου, Σωκράτη: αγαπά ο ερωτευμένος τ’ αγαθά. Τι κυρίως αγαπά;"

"Να γίνουν δικά του" είπα εγώ.

"Και τι έχει να κερδίσει εκείνος που θα γίνουν δικά του τ’ αγαθά;"

"Σε αυτό μου είν’ ευκολώτερο να βρω απάντηση είπα. "Θα γίνει ευτυχισμένος".

"Πράγματι" προσέθεσε "με την κατοχή των αγαθών είναι ευτυχισμένοι οι ευτυχισμένοι, ούτε είν’ ανάγκη να ρωτήσουμε περαιτέρω: για ποιο σκοπό θέλει να είναι ευτυχισμένος όποιος το θέλει; Τουναντίον η απάντησή μας παρουσιάζεται σαν τελειωτική".

"Αλήθεια είναι" είπα εγώ.

"Αυτή τώρα τη θέληση και τον έρωτα τούτον θεωρείς πως είναι κοινά σε όλους, όλοι δηλαδή θέλουν να έχουν παντοτινά στην κατοχή τους τ’ αγαθά; ή πως αλλιώς το φαντάζεσαι;"

"Έτσι ακριβώς" είπα εγώ. "Ότι είναι σε όλους κοινό".

"Γιατί τότε, Σωκράτη", είπε "δεν λέμε για όλους ότι έχουν έρωτα, αφού όλοι έχουν τον έρωτα των ίδιων πραγμάτων και παντοτινά, μόνον λέμε ορισμένα πρόσωπα πως έχουν έρωτα, και άλλα πάλι όχι;"

"Εκπλήσσομαι" είπα "και εγώ".

"Αλλά δεν πρέπει" είπε "να εκπλήσσεσαι. Απλούστατα έχουμε αποχωρίσει προφανώς από τον έρωτα ορισμένο είδος αυτού, και αυτό ονομάζουμε έρωτα, αποδίδοντες σ’ αυτό την ονομασία του συνόλου ενώ για τα υπόλοιπα είδη μεταχειριζόμαστε άλλες ονομασίες".

"Κανένα παράδειγμα;" είπα εγώ.

"Να ένα. Γνωρίζεις ότι ποίησις είναι κάτι γενικό κάθε αιτία μεταβάσεως οποιουδήποτε πράγματος από την ανυπαρξία στην ύπαρξη είναι ποίησις, επομένως και οι εργασίες οι υπαγόμενες σε όλες τις τέχνες είναι είδη ποιήσεως, και οι ενεργούντες αυτές είναι όλοι ποιητές".

"Αληθινά".

"Μολαταύτα" είπε "δεν ονομάζονται, καθώς γνωρίζεις ποιητές, αλλά φέρουν διάφορα ονόματα, χώρισαν δε από την γενική έννοια ποίησις ένα μέρος, το ασχολούμενο με τη μουσική και τους στίχους, και τούτο αποκαλούν με τ’ όνομα του συνόλου. Πράγματι ποίηση ονομάζεται αυτό και μόνον, και ποιητές οι καλλιεργούντες αυτό το τμήμα της ποίησης".

"Σωστά μιλάς" είπα.

"Το ίδιο λοιπόν και με τον έρωτα. Υπό την καθολική του σημασία, κάθε πόθος των αγαθών και της ευδαιμονίας είναι ο μεγαλώτατος και δολοπλόκος Έρωτας κάθε ανθρώπου. Αλλ’ όμως για τα πρόσωπα μεν που επιδίδονται σ’ αυτόν κατά διαφόρους άλλους τρόπους, είτε με οικονομικές ενασχολήσεις, είτε με το πάθος τους προς τον αθλητισμό ή προς την επιστήμη, για όλα αυτά δεν λέμε ούτε πως ερωτεύονται ούτε πως είν’ εραστές. Αντιθέτως όσοι ακολουθούν και καλλιεργούν με ζήλο ορισμένο είδος αυτού, λαμβάνουν το όνομα του όλου, έρως και εράν και ερασταί

"Καταντά να είναι σωστά" είπα εγώ "όσα λέγεις".

"Βέβαια υποστηρίζουν ορισμένη άποψη" είπε "κατά την οποία ερωτευμένοι είναι όσοι ζητούν να βρουν το ήμισύ τους. Η γνώμη μου όμως είναι, φίλε μου, ότι του έρωτα το αντικείμενο ούτε το ήμισυ είναι ούτε το όλον, αν ίσως τούτο δεν είναι αγαθό. Απόδειξη, ότι οι άνθρωποι από τον ίδιο τον εαυτό τους και πόδια και χέρια δέχονται ν’ αποκοπούν, αν τύχει και πεισθούν ότι τα μέλη τους είναι βλαβερά. Γιατί δεν προσκολλάται, νομίζω, στα μέρη του εγώ του ο καθένας, παρά μόνο εφ’ όσον το αγαθό αποκαλεί δικό του και μέρος του εγώ του, ξένο δε το κακό. Γιατί εκείνο, προς το οποίο στρέφεται ο έρως των ανθρώπων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αγαθό. Μήπως έχεις αντίθετη γνώμη;"

"Μα τον θεό" είπα "εγώ όχι".

"Είναι όμως άραγε σωστό" είπε "να λέμε απλά έτσι, ότι ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τ’ αγαθό;"

"Ναι" είπα.

"Καλά, και δεν πρέπει να προσθέσουμε" είπε "ότι και προς την κατοχή του αγαθού έχει έρωτα;"

"Να το προσθέσουμε".

"Αλλά μήπως όχι προς την κατοχή απλώς, αλλά και προς την παντοτινή κατοχή;"

"Και τούτο να προστεθεί".

"Είναι λοιπόν περιληπτικά" είπε "του έρωτα αντικείμενο η παντοτινή του αγαθού κατοχή".

"Έχεις απόλυτο δίκιο" είπα.

25. "Δεδομένου λοιπόν, ότι ο έρως στρέφεται πάντοτε προς αυτό" είπε "με ποιον τρόπο και με ποια ενέργεια πρέπει να το επιδιώκουν εκείνοι, των οποίων ο ζήλος και η επιμονή θα μπορούσε ν’ αποκληθεί έρωτας; Τι να είναι το έργο αυτό; Μπορείς να μου απαντήσεις;"

"Μα δεν θα ήμουν τότε" είπα εγώ "θαυμαστής της σοφίας σου, Διοτίμα, ούτε θα φοιτούσα κοντά σου να πάρω μαθήματα σ’ αυτό ακριβώς το κεφάλαιο".

"Θα σου πώ τότ’ εγώ" είπε. "Είναι λοιπόν τούτο γέννηση εντός του ωραίου, και σωματική και ψυχική".

"Μάντεως δύναμη" απήντησα "χρειάζεται, για να καταλάβω τι να σημαίνουν τα λόγια σου. Δεν καταλαβαίνω".

"Θα εκφρασθώ λοιπόν" είπε "καθαρότερα: Όλοι οι άνθρωποι, Σωκράτη" εξακολούθησε "εγκυμονούν και κατά το σώμα και κατά την ψυχή. Όταν δε φθάσουν σε ορισμένη ηλικία, η φύση μας τότε αισθάνεται την επιθυμία να γεννήσει. Τοκετός όμως εντός του ασχήμου δεν είναι δυνατός. Μόνο εντός του ωραίου. Διότι και η ένωση ανδρός και γυναικός τοκετός είναι. Το φαινόμενο δε αυτό είναι θείο, και είναι τούτο το αθάνατο στοιχείο μέσα στη ζωική μας φύση, που είναι θνητή: η κυοφορία και η γέννηση. Αλλ’ αυτά δεν είναι δυνατόν να συντελεσθούν εντός του ανάρμοστου, και είναι ανάρμοστη η ασχήμια προς κάθε τι το θεϊκό. Μόνο η ωραιότητα ευρίσκεται σε αρμονία προς αυτό. Σαν Μοίρα λοιπόν και Ειλείθυια επιστατεί στην γένεση η Καλλονή. Γι’ αυτό όποτε εκείνο που κυοφορεί πλησιάζει κάτι ωραίο, χαίρεται τότε και γίνεται από αγαλλίαση διαχυτικό και γεννά και γονιμοποιεί. Όποτε αντίθετα πλησιάζει κάτι άσχημο, σκυθρωπό και στενοχωρημένο ζαρώνει και απομακρύνεται και σφίγγεται και δεν γεννά, αλλά κρατεί τον γόνο του και υποφέρει πολύ. Έτσι προέρχεται ο μεγάλος εκείνος εναγώνιος πόθος προς την ωραιότητα, που αναπτύσσεται στον κυοφορούντα και κατεχόμενο ήδη από πλησμονή οργασμού. Απολυτρώνει από πόνους σφοδρούς εκείνον που θα την αποκτήσει. Άλλωστε δεν στρέφεται προς το ωραίο" είπε "ο έρως, όπως εσύ πιστεύεις, Σωκράτη".

"Αλλά προς τι;"

"Προς την γέννηση και τον τοκετό εντός του ωραίου".

"Έστω" είπα εγώ.

"Πολύ καλά" λέγει. "Αλλά γιατί προς την γέννηση; Γιατί η γέννηση είναι κάτι αιωνίως αναπαραγόμενο και αθάνατο, όσον ενδέχεται σε θνητό πλάσμα. Αθανασία δε (αυτό συνάγεται από όσα διαπιστώσαμε από κοινού) οφείλει να ποθεί ο έρωτας ταυτόχρονα με το αγαθό, εφ’ όσον στρέφεται προς την παντοτινή κατοχή του αγαθού. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, επί τη βάσει της αρχής αυτής, και η αθανασία επίσης είναι του έρωτα αντικείμενο".

26. Αυτά γενικώς μου ανέπτυσσε, κάθε φορά που έκαμε λόγο περί των προβλημάτων του έρωτα, κάποτε δε μου απηύθυνε το ερώτημα:

"Ποια φαντάζεσαι, Σωκράτη, είν’ η αιτία του έρωτα τούτου και του πόθου; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν τον ζωηρό ερεθισμό, στον οποίο υποπίπτουν όλα τα ζώα, όταν τα καταλάβει η επιθυμία να γεννήσουν, και τα χερσαία και τα πετεινά, πως αρρωσταίνουν όλα και κατακυριεύονται από τον έρωτα, πρώτα μεν να ενωθούν μαζί, έπειτα δε για την ανατροφή του γεννηθέντος; Πως είναι αποφασισμένα, προς υπεράσπιση τούτων, και πόλεμο να διεξάγουν, ακόμη και τ’ ασθενέστερα προς τα δυνατότερα, και στον θάνατο να βαδίσουν υπέρ αυτών, και να πεθάνουν από την πείνα αυτά τα ίδια για να εξασφαλίσουν σ’ εκείνα την τροφή και το κάθε τι να πράξουν; Καλά" είπε "οι άνθρωποι. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι το κάνουν από υπολογισμό. Αλλά τα ζώα ; Ποιος είναι ο λόγος αυτής της ερωτικής του συγκίνησης; Μπορείς να μου εξηγήσεις;"

Και εγώ τόνιζα και πάλι, ότι δεν ήξερα. Εκείνη τότε είπε:

"Έχεις λοιπόν την ιδέα, πως θα γίνεις ποτέ έμπειρος στα ζητήματα του έρωτα εφ’ όσον δεν κατανοείς αυτά;"

"Μα σου το είπα, Διοτίμα, και προ ολίγου. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ήλθα κοντά σου, επειδή κατάλαβα πως χρειάζομαι διδασκαλία. Λέγε μου λοιπόν και αυτού του φαινομένου την εξήγηση και των άλλων των σχετιζομένων με τον έρωτα".

"Λοιπόν" είπε "εφ’ όσον η πεποίθησή σου είναι ότι αντικείμενο φυσικό του έρωτα είν’ εκείνο, το οποίο πολλές φορές από κοινού διαπιστώσαμε δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι. Διότι και στην περίπτωση αυτή, όπως και εκεί, για τον ίδιο λόγο επιδιώκει η φύση η θνητή, καθ’ όσον είναι δυνατόν, να είν’ αιωνία και αθάνατη. Δυνατόν δε της είναι κατ’ αυτόν μόνο τον τρόπο, δια της αναπαραγωγής, με το ν’ αφήνει πάντοτε στου παλαιού την θέση ένα νέο παρόμοιο.

Άλλωστε και σε ό,τι ονομάζουμε ενότητα ατομικής ζωής και υπάρξεως κάθε εμψύχου όντος - π.χ. ένας άνθρωπος από την παιδική του ηλικία μέχρις ότου γίνει γέροντας, θεωρείται πως είναι ο ίδιος μολονότι δεν έχει ποτέ τα ίδια συστατικά στον οργανισμό του, εν τούτοις λέμε πως είναι ο ίδιος, ενώ διαρκώς ανανεώνεται και αποβάλλει μερικά στις τρίχες, τη σάρκα, τα οστά, το αίμα σε ολόκληρο γενικά το σώμα. Και όχι μόνο στο σώμα. Αλλά και στην ψυχή, οι τρόποι, τα ήθη, οι αντιλήψεις, οι επιθυμίες, οι ηδονές, οι λύπες, οι φόβοι, τίποτε απ’ αυτά δεν παραμένει αναλλοίωτο σε κάθε άτομο, αλλά γεννώνται μεν άλλα, άλλα δε χάνονται. Πολύ δε περισσότερο παράδοξο είναι ακόμη, ότι και οι γνώσεις, όχι μόνο άλλες μας έρχονται και άλλες μας αφήνουν και ποτέ δεν είμαστε οι ίδιοι ούτε ως προς τις γνώσεις, αλλά και μία και μόνη γνώση έχει την ίδια τύχη. Γιατί αυτό που ονομάζουμε μελέτη, γίνεται με την προϋπόθεση ότι η γνώση εξαφανίζεται. Άλλωστε η λησμοσύνη είν’ εξαφανισμός γνώσης, ενώ αφ’ ετέρου η μελέτη, επειδή εισάγει νέα παράσταση στη θέση αυτής που αποχωρεί, διατηρεί τη γνώση, ώστε να φαίνεται πως παραμένει η ίδια. Πράγματι μ’ αυτό μόνο το μέσον διατηρείται κάθε θνητή ύπαρξη, όχι με το να παραμένει αιωνίως αναλλοίωτη σε όλα, όπως το θείον, αλλά με το ν’ αφήνει για κάθε τι που φεύγει και παλαιώνει, ένα άλλο νέο στην θέση του, όμοιο όπως αυτό. Μ’ αυτό το τέχνασμα" είπε "Σωκράτη, έχει μέρος στην αθανασία η θνητή ύπαρξη, και ως προς το σώμα, και ως προς όλα τ’ άλλα. Η αθάνατη πάλι με άλλο. Μη σου φαίνεται λοιπόν παράξενο, ότι κάθε ύπαρξη ενστικτωδώς αποδίδει σημασία στο αποβλάστημά της. Χάριν της αθανασίας συνοδεύει τα όντα όλα ο ζήλος αυτός και ο έρωτας".

27. Και εγώ, έκπληκτος για όσα άκουσα, είπα:

"Λοιπόν" λέω "σοφώτατη Διοτίμα. Στα σοβαρά είναι τα πράγματα έτσι, όπως τα παριστάνεις;"

Και εκείνη με ύφος σωστού καθηγητού είπε:

"Μην έχεις καμιά αμφιβολία, Σωκράτη. Άλλωστε και των ανθρώπων αν θελήσεις να κοιτάξεις την φιλοδοξία, θα σε κατελάμβανε απορία με τον παραλογισμό, εφ’ όσον δεν έχεις υπ’ όψη σου όσα σου έχω αναπτύξει, όταν σκεφθείς πόσον ζωηρά τους συγκινεί ο πόθος να γενούν ονομαστοί κι αθάνατη μες στους αιώνες να θεμελιώσουν δόξα. Χάριν αυτού είν’ αποφασισμένοι και σε κινδύνους πάσης φύσεως να εκτεθούν περισσότερο βέβαια για χάρη των παιδιών τους, και χρήματα να ξοδεύσουν και ταλαιπωρίες να υποστούν οποιεσδήποτε και την ζωή τους να θυσιάσουν. Ή μήπως φαντάζεσαι" είπε "ότι η Άλκηστη θα βάδιζε χάριν του Άδμητου στον θάνατο και ο Αχιλλέας τον Πάτροκλο θ’ ακολουθούσε στον θάνατο, και ο Κόδρος ο δικός σας χάριν της βασιλείας των παιδιών του θα δεχόταν πρόωρο θάνατο, αν δεν πίστευαν ότι αθάνατη θα έμενε η ανάμνηση του ηρωισμού τους, αυτή που σήμερα εμείς διατηρούμε; Κάθε άλλο" είπε. "Αντίθετα νομίζω, χάριν της αθανασίας και της αξίας της προσωπικής τους και χάριν μεγαλοδόξου υστεροφημίας οι πάντες τα πάντα ενεργούν, όσο ανώτεροι είναι, τόσο περισσότερο. Διότι προς την αθανασία είν’ ο έρωτάς τους.

Όσοι λοιπόν" εξακολούθησε "εγκυμονούν κατά το σώμα, στρέφονται μάλλον προς τις γυναίκες και εξασκούν τον έρωτα κατ’ αυτόν τον τρόπον, εξασφαλίζοντες με την απόκτηση παιδιών για το μέλλον όλο, όπως φαντάζονται, αθανασία του εαυτού τους και υστεροφημία και ευδαιμονία. Όσοι αφ’ ετέρου εγκυμονούν στην ψυχή - γιατί υπάρχουν πράγματι άνθρωποι" είπε "οι οποίοι κυοφορούν στις ψυχές τους, πολύ περισσότερο παρά στο σώμα τους μέσα, όσα είναι πρέπον μια ψυχή και να κυοφορήσει και να γεννήσει. Και τι είναι αυτό το πρέπον; Φρόνηση και τα άλλα προτερήματα. Αυτών ακριβώς οι γεννήτορες είναι και οι ποιητές ανεξαιρέτως και από τους τεχνίτες όσοι θεωρούνται δημιουργικοί. Ασυγκρίτως δε ανωτέρα" είπε "και ωραιοτέρα μορφή φρόνησης είναι αυτή που ασχολείται με τη διαρρύθμιση των πόλεων και των σπιτικών, της οποίας το όνομα, ως γνωστόν, είναι σωφροσύνη και δικαιοσύνη. Αυτά λοιπόν όταν εγκυμονεί κανείς από νεότητας στην ψυχή του και έχει φύση θεία, όταν έλθει η κατάλληλη ηλικία, αισθάνεται πλέον την επιθυμία να γεννήσει και ν’ αναπαραγάγει. Αναζητεί τότε και αυτός επίσης εδώ και εκεί το όμορφο, νομίζω, εντός του οποίου θα μπορούσε να γεννήσει. Ενθουσιάζεται λοιπόν με τα ωραία σώματα, περισσότερο παρά με τ’ άσχημα, αφού κυοφορεί, και αν τύχει να βρει μέσα ψυχή ωραία και αρχοντική και καλοκαμωμένη, ενθουσιάζεται τότε ζωηρά με τον συνδυασμό των δύο. Ενώπιον αυτού του προσώπου αμέσως είναι πλούσιος σε λόγους περί αρετής και περί του ιδεώδους και των καθηκόντων ενός ανωτέρου ανθρώπου, και δοκιμάζει να το εξυψώσει. Διότι με την επαφή, φαντάζομαι, προς το ωραίο πρόσωπο και με την επικοινωνία προς αυτό, γεννά και γονιμοποιεί όσα προ πολλού εγκυμονούσε, είτε κατά την παρουσία του, είτε κατά την απουσία του δια της αναπολήσεως εκείνου. Και ό,τι γεννά, το ανατρέφει από κοινού με εκείνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο φυλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι αυτού του είδους δεσμό πολύ στενώτερο από τον δεσμό των παιδιών και στοργή πολύ σταθερότερη. Γιατί και τα παιδιά τους τα κοινά είναι ωραιότερα και αθανατώτερα. Και κάθε άνθρωπος θα προτιμούσε ν’ αποκτήσει παρόμοια τέκνα μάλλον παρά σωματικά, όταν λάβει τον Όμηρο υπ’ όψη του και τον Ησίοδο και τους άλλους μεγάλους ποιητές: τους καμαρώνει, τι απογόνους αφήνουν πίσω τους, απογόνους που τους χαρίζουν αθάνατα και δόξα και όνομα, όπως και εκείνοι αθάνατοι είναι. Ή αν προτιμάς" είπε "ο Λυκούργος τι παιδιά αφήκε πίσω του στη Σπάρτη, της Σπάρτης σωτήρας και της Ελλάδας, θα έλεγα, όλης. Τιμές απολαμβάνει και ο Σόλων στην πόλη σας για την γέννηση της νομοθεσίας του, και ένα πλήθος άλλοι άνδρες σε πολλούς άλλους τόπους και του Ελληνισμού και των βαρβάρων, οι οποίοι παρουσίασαν πολλά ωραία κατορθώματα και γέννησαν κάθε είδος ανωτερότητας. Σε αυτούς και ιερά ήδη πολλά έχουν ιδρυθεί εξ αιτίας των απογόνων τους, ενώ για τα σωματικά τους παιδιά ποτέ σε κανέναν.

28. Σε αυτά μεν του Έρωτα τα μυστήρια θα ήταν ίσως δυνατόν και συ, Σωκράτη, να μυηθείς. Για την ανώτατη όμως μύηση και αποκάλυψη, χάριν της οποίας και αυτά γίνονται, εφ’ όσον ακολουθεί κανείς την ορθή οδό, δεν είμαι βέβαιη, αν θα είχες τις δυνάμεις. Οπωσδήποτε" είπε "εγώ θα σου τα εκθέσω και δεν θα υστερήσω σε καλή θέληση. Προσπάθησε τώρα και συ να με παρακολουθήσεις, αν μπορείς.

Οφείλει λοιπόν" είπε "όποιος ακολουθεί την ορθή γι’ αυτό το έργο οδό, ν’ αρχίζει μεν από νέος να πλησιάζει τα ωραία σώματα. Και πρώτον μεν, εφ’ όσον σωστά τον καθοδηγεί ο καθοδηγητής του, να ερωτεύεται ένα και μόνο σώμα, και εδώ να ζητά να γεννήσει σκέψεις ωραίες. Έπειτα ν’ αντιληφθεί, ότι η ωραιότητα, που ενυπάρχει σε αυτό ή εκείνο το σώμα, έχει αδελφική συγγένεια προς την ωραιότητα του άλλου σώματος και ότι, εφ’ όσον μέλλει να συλλάβει γενικά την ωραιότητα της εξωτερικής εμφάνισης, θα ήταν μεγάλη ανοησία να μην αναγνωρίζει σαν μία και την αυτή την καλλονή που υπάρχει σε όλα τα σώματα. Όταν δε το αντιληφθεί αυτό, θα γίνει εραστής όλων των ωραίων ανθρώπων και θα μετριάσει την σφοδρή εκείνη προσήλωση προς ένα πρόσωπο. Θα την θεωρήσει κατώτερή του και ανάξια λόγου. Μετά από αυτό θα μάθει να θεωρεί το κάλλος της ψυχής άξιο μεγαλύτερης τιμής παρά το σωματικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και αν βρει κάποιον, που έχει σωστή ψυχή, παρουσιάζει δε έστω και μέτρια θέλγητρα, να το θεωρεί αρκετό και να του χαρίζει τον έρωτα και την φροντίδα του, ώστε να γεννά και να ζητεί να βρει λόγους τέτοιους, που θα εξυψώσουν την νεολαία. Έτσι θα υποχρεωθεί πάλι ν’ αντικρύσει το κάλλος, που υπάρχει στις πράξεις και στους θεσμούς, και να κάμει την παρατήρηση, ότι το συνέχει όλο συγγένεια εσωτερική, ώστε να θεωρήσει το σωματικά ωραίο σαν κάτι ευτελές. Μετά τις πράξεις θα τον οδηγήσουν προς τις γνώσεις, ώστε να ιδεί επίσης και το κάλλος των γνώσεων και να εκτείνει το βλέμμα προς την πιο πλατειά περιοχή του κάλλους - όχι πλέον προς το κάλλος ενός και μόνου, όπως ένας υπηρέτης του σπιτιού, ώστε ικανοποιούμενος με το κάλλος ενός παιδαρίου ή ορισμένου ανθρώπου ή ενός τρόπου ζωής και υποδουλωμένος σε αυτό, να είν’ ευτελής και στενόκαρδος. Αλλ’ αντίθετα, με το βλέμμα γυρισμένο προς το απέραντο πέλαγος της ωραιότητας και από το θέαμα εκείνου εμπνευσμένος, να γεννά πλήθος από ωραίους και υψηλούς λόγους και σκέψεις μέσα σ’ έναν ανεξάντλητο πόθο πνευματικότητας, έως ότου, ενισχυμένος στο στάδιο αυτό και ωριμασμένος, αντικρύσει την επιστήμη εκείνη, την μία και μόνη, της μιας ωραιότητας, που είναι περίπου τέτοιου είδους.

29. Προσπάθησε όμως" πρόσθεσε "να εντείνεις την προσοχή σου, όσο μπορείς περισσότερο. Όποιος λοιπόν κατά την σπουδή της τέχνης της ερωτικής οδηγηθεί σε τούτο το σημείο, βλέποντας σωστά, την μία μετά την άλλη, τις διάφορες μορφές του ωραίου, όταν προχωρήσει πλέον προς το τέρμα της ερωτικής μυσταγωγίας, θ’ αντικρύσει ξαφνικά ένα κάλλος θαυμασίας φύσεως, εκείνο ακριβώς, Σωκράτη, το κάλλος, χάριν του οποίου καταβλήθηκαν και όλες οι προηγούμενες ταλαιπωρίες, το οποίο πρώτα μεν υπάρχει αιώνιο και δεν υπόκειται ούτε σε γένεση ούτε σε αφανισμό, ούτε σε αύξηση ούτε σε ελάττωση, έπειτα δεν είναι ωραίο από μια άποψη, άσχημο από την άλλη, ούτε ωραίο σήμερα, αύριο όχι, ούτε σχετικά με τούτο ωραίο, σχετικά μ’ εκείνο άσχημο, ούτε εδώ ωραίο, εκεί άσχημο, σάν να ήταν για μερικούς ωραίο, ενώ γι’ άλλους άσχημο. Ούτε αφ’ ετέρου θα του παρουσιασθεί το ωραίο υπό την μορφήν ενός προσώπου ή χεριών ή κάτι άλλου σωματικού, και ούτε υπό την μορφή ενός λόγου ή μιας επιστήμης, ούτε πάντως σαν να υπάρχει σε ένα διαφορετικό ον, σε ένα έμψυχο π.χ ή σε ένα τοπίο ή στον ουρανό ή σε κάτι άλλο. Αλλά σαν κάτι που υπάρχει μόνο του, αυτοτελώς, με τον εαυτό του, ενιαίο στην μορφή, αιώνιο, όλα δε τ’ άλλα τα ωραία μετέχουν εκείνου κατά κάποιον τέτοιο τρόπο, ώστε, με την γένεση και τον αφανισμό εκείνων, εκείνο μήτε αύξηση μήτε ελάττωση καμία να υφίσταται μήτε κανένα άλλον επηρεασμό. Όταν λοιπόν χάρις στην ορθή εφαρμογή της αγάπης των παιδιών, ανεβεί από τα φαινόμενα εδώ κάτω, και αρχίσει ν’ αντικρύζει εκείνο το κάλλος, προσεγγίζει σχεδόν, θα έλεγα, το τέρμα. Διότι αυτό ακριβώς είναι η ορθή οδός προς τα ερωτικά, είτε αυτοβούλως βαδίζεις είτε οδηγείσαι από άλλον, ν’ αρχίζεις από τα ωραία εδώ κάτω εν όψει εκείνης της ωραιότητας και ν’ ανεβαίνεις διαρκώς, μεταχειριζόμενος, βαθμίδες, σα να λέμε, από το ένα προς τα δύο και από τα δύο προς όλα τα ωραία σώματα, και από τα σώματα τα ωραία προς τις ωραίες πράξεις και από τις πράξεις προς τις μαθήσεις τις ωραίες, έως ότου από τις μαθήσεις φθάσεις σε εκείνη τελικά την μάθηση, η οποία είναι μάθηση εκείνου του απολύτου κάλλους, όχι άλλου, και γνωρίσεις αυτό το ίδιο το κάλλος το απόλυτο.

Σε αυτό το στάδιο της ζωής, αγαπητέ Σωκράτη" είπε η ξένη από την Μαντίνεια "παρά οπουδήποτ’ αλλού, αξίζει η ζωή του ανθρώπου, με την θέα του κάλλους του απολύτου. Αν τύχει κάποτε και το δεις, θα σου φανεί πως δεν συγκρίνεται με χρυσό ή φορέματα πολυτελή, με τα ωραία παιδιά και τους εφήβους, στων οποίων τη θέα χάνεις τώρα τα λογικά σου και πρόθυμος είσαι, και συ και πλήθος άλλοι, όταν βλέπετε τους αγαπημένους σας και βρίσκεσθε διαρκώς μαζί τους, αν ήταν τρόπος, μήτε να τρώγετε μήτε να πίνετε, και μόνο ν’ απολαύετε την θέα και την συντροφιά τους. Φαντάσου" είπε "τώρα αν κανενός του δινόταν η χάρη ν’ αντικρύσει το απόλυτο κάλλος, άδολο, καθαρό, αμιγές, όχι ανακατωμένο με γήινες σάρκες και χρώματα και κάθε άλλη ματαιότητα θνητή, αλλά αν μπορούσε ν’ αντικρύσει το κάλλος το απόλυτο στην θεία μοναδικότητα της μορφής του! Θα ήταν, φαντάζεσαι, χωρίς αξία, η ζωή ενός ανθρώπου" είπε "που έχει το βλέμμα του προς τα εκεί και εκείνο βλέπει με το όργανο που πρέπει, και μ’ εκείνο βρίσκεται μαζί; Ή ξεχνάς" πρόσθεσε "ότι εδώ, και μόνο εδώ, θα έχει το χάρισμα, βλέποντας με ό,τι είναι ορατή την ωραιότητα, να γεννά όχι φαντάσματ’ αρετής, αφού δεν είναι φάντασμα αυτό που αγκαλιάζει, αλλά την αληθινή, αφού την αλήθεια αγκαλιάζει; Και όταν γεννήσει και αναθρέψει αρετή αληθινή, έχει την δυνατότητα να γίνει ο αγαπημένος των θεών και, όσο είναι θεμιτό σε έναν άνθρωπο, να γίνει κι εκείνος αθάνατος".

Αυτά λοιπόν, Φαίδρε και σεις οι άλλοι, έλεγε η Διοτίμα, και αυτά πιστεύω και εγώ. Και με την πίστην αυτή προσπαθώ και τους άλλους να πείσω, ότι προς απόκτηση τούτου καλύτερος συμπαραστάτης της ανθρώπινης φύσεως από τον Έρωτα δεν είναι δυνατόν να ευρεθεί. Γι’ αυτό ακριβώς εγώ τονίζω, ότι οφείλει κάθε άνθρωπος να λατρεύει τον Έρωτα, και προσωπικά εγώ εκτιμώ του Έρωτα τα έργα και τα εξασκώ ιδιαιτέρως και στους άλλους τα συνιστώ, και εξυμνώ και τώρα και πάντοτε την σημασία και τον ανδρισμό του Έρωτα, όσο φθάνουν οι δυνάμεις μου. Αυτός ο λόγος, Φαίδρε, παραδέξου, αν θέλεις, ότι ελέχθη σαν εγκώμιο στον Έρωτα. Ει δ’ άλλως, ό,τι και όπως σ’ ευχαριστεί να τον ονομάσεις, ονόμασέ τον".

30. Όταν τελείωσε τον λόγο του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης δοκίμασε κάτι να προσθέσει περί του λόγου, επειδή τον είχε υπαινιχθεί ο Σωκράτης κατά την ομιλία του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος στην την εξώθυρα από κτυπήματα, σαν να ήταν συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν φωνή αυλητρίδας. Τότε ο Αγάθων είπε: "Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να δείτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους δικούς μας, τον προσκαλείτε. Αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνουμε πια, μόνον αναπαυόμαστε". Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσαν στην αυλή την φωνή του Αλκιβιάδη. Μεθυσμένος γερά και με φωνή θορυβώδη, ερωτούσε που είναι ο Αγάθων και ζητούσε να τον οδηγήσουν σ’ εκείνον. Πράγματι τον οδήγησαν μέσα, η αυλητρίδα η οποία τον υποβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι πρόβαλε στη είσοδο στεφανωμένος μ’ ένα στεφάνι πυκνό από κισσό και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίες στο κεφάλι και είπε:

"Παιδιά γεια σας. Έναν μεθυσμένο άνθρωπο, μα πολύ μεθυσμένο, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσουμε μόνο το κεφάλι του Αγάθωνα, αφού είν’ αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμε εδώ, και ύστερα πάλι να φύγουμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, χθές δεν μου εστάθη δυνατό να έλθω. Έρχομαι τώρα με τις ταινίες στο κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου στην λογιότητα και στην ωραιότητα (για να το πω κι αυτό). Θα γελάτε ίσως σε βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθεια. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιείτε μαζί μου ή όχι;"

Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίες τον φώναζαν να μπει μέσα και να καθίσει. Και ο Αγάθων επίσης τον προσκαλούσε. Και εκείνος προχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του. Και εκεί που ζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξει τις ταινίες για να τον στολίσει, αυτές του έπεσαν στα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρατήρησε τον Σωκράτη, αλλά κάθισε κοντά στον Αγάθωνα μεταξύ του Σωκράτους και εκείνου. Είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως για να τον βάλουν να καθίσει. Όταν κάθισε κοντά στον Αγάθωνα, τον φίλησε και του έδενε τις ταινίες.

Είπε τότε ο Αγάθων:

"Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, για να πλαγιάσει μαζί μας σαν τρίτος".

"Ευχαρίστως" είπε ο Αλκιβιάδης. "Αλλά ποιός είν’ αυτός ο τρίτος συμπότης;" και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, πήδησε από την θέση του και φώναξε: "Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που ξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλεις ξαφνικά εκεί που δεν περίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι πήγες και ξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνη ή μ’ οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα κατάφερες να πάρεις θέση στο πλευρό του πρώτου εδώ μέσα στην ωραιότητα;"

Και ο Σωκράτης "Αγάθων" είπε "κοίταξε να με προστατεύσεις. Ο έρωτας του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει για μένα βάσανο όχι μικρό. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθηκα, δεν έχω πια το δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγο ν’ απευθύνω σε κανέναν απολύτως, ωραίο νέο. Ει δ’ άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπία και φθόνο απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να με δείρει. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμει και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσεις ει δε μη, αν ζητήσει να βιαιοπραγήσει, βοήθησέ με. Γιατί εγώ τρέμω πολύ την παραφορά αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσή του στον εραστή".

"Α όχι! συμφιλίωση μεταξύ μας" είπε ο Αλκιβιάδης "είναι αδύνατη. Ας είναι όμως! Για αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα" πρόσθεσε "δώσε μου, Αγάθωνα, ένα μέρος από τις ταινίες, για να στολίσω και αυτού το θαυμάσιο κεφάλι, για να μη μου παραπονιέται, πως στεφάνωσα εσένα, ενώ αυτόν που είν’ εντούτοις νικητής σε όλους μέσα τους ανθρώπους ως προς το πνεύμα όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτο". Και συγχρόνως πήρε από τις ταινίες, έδεσε το κεφάλι του Σωκράτη και έπειτα εξάπλωσε.

31. Όταν βρέθηκε ξαπλωμένος, είπε: "Και τώρα, παιδιά, μου φαίνεται, σα να μην είσθε μεθυσμένοι. Αυτό δεν πρέπει να σας το επιτρέψω. Να πιείτε πρέπει. Αυτή ήταν άλλωστε η συμφωνία μας. Λοιπόν! πρόεδρο της οινοποσίας εκλέγω, μέχρις ότου πιείτε σεις ικανοποιητικά τον … εαυτό μου. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθωνα αν υπάρχει κανένα μεγάλο ποτήρι. Ή μάλλον όχι, δεν χρειάζεται τίποτε. Φέρε μου εδώ" λέγει "εσυ παιδί, εκείνο εκεί το κρυωτήρι" το είχε παρατηρήσει που χωρούσε περισσότερο από δύο λίτρα. Έβαλε να του το γεμίσουν, το άδειασε πρώτα ο ίδιος, και ύστερα έδωσε διαταγή να το γεμίσουν και του Σωκράτους, προσθέτοντας "Με τον Σωκράτη βέβαια, κύριοι, δεν έχει πέραση το τέχνασμά μου. Όσο να του προστάξεις, θα τ’ αδειάσει, χωρίς την πιθανότητα ποτέ να μεθύσει".

Και ο Σωκράτης, αφού τον κέρασε το παιδί, έπινε. Εν τω μεταξύ ο Ερυξίμαχος είπε: "Αλκιβιάδη, τι είν’ αυτό που κάνουμε; Έτσι χωρίς ανάμεσα καμιά συνομιλία ή κανένα τραγούδι θα πίνουμε, κυριολεκτικά σαν τους διψασμένους;"

Ο Αλκιβιάδης τότε είπε: "Ερυξίμαχε, γιέ υπέροχε από υπέροχο και πολύ φρόνιμο πατέρα, σε χαιρετώ!"

"Ευχαριστώ, παρομοίως" απάντησεν ο Ερυξίμαχος. "Μα, λέγε, τι πρόκειται να κάνουμε;"

"Ό,τι ορίσεις εσύ. Πρέπει άλλωστε να σε υπακούμε".

ένας γιατρός αξίζει όσο χίλιοι ανθρωποι

Πρόσταξε λοιπόν ό,τι θέλεις".

"Τότε άκουσε" είπεν ο Ερυξίμαχος. "Εμείς, προτού να έλθεις είχαμε αποφασίσει να εκφωνήσει ο καθένας μας με τη σειρά του εξ αριστερών προς τα δεξιά ένα λόγο περί Έρωτος, τον ωραιότερο που μπορεί, και να του πλέξει το εγκώμιο. Έχουμε μιλήσει όλοι εμείς οι άλλοι. Συ μόνο δεν είπες. Το σωστό λοιπόν είναι, αφού έχεις αδειάσει το ποτήρι σου, να μιλήσεις και συ, και μετά την ομιλία σου να επιβάλεις στον Σωκράτη ό,τι θέλεις, και εκείνος πάλι στον γείτονά του προς τα δεξιά, και ούτω καθεξής".

"Ναι, καλά τα λές, Ερυξίμαχε" είπε ο Αλκιβιάδης. "Μα ίσα και ίσα είναι, μεθυσμένος άνθρωπος εγώ να συναγωνίζομαι τους λόγους νηφάλιων; Και έπειτα, καλότυχε, - μα πίστεψες αληθινά τίποτε απ’ όσα είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; Δεν το ξέρεις ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι έλεγε; Αυτός, αν τύχει εγώ να εγκωμιάσω μπροστά του κανέναν, είτε θεός είναι είτε άνθρωπος άλλος και όχι αυτός, θα με καταχερίσει εξάπαντος".

"Δεν κρατάς τη γλώσσα σου την βλάσφημη;" λέγει ο Σωκράτης.

"Α όχι, μα τον Ποσειδώνα" είπε ο Αλκιβιάδης "μήτε λέξη μην απαντήσεις σε αυτά που λεω. Εγώ κανέναν άλλο δεν θα δεχόμουν να εγκωμιάσω μπροστά σου".

"Αυτό τότε να κάνεις" λεει ο Ερυξίμαχος "αν το θέλεις: τον Σωκράτη να εγκωμιάσεις".

"Τι λες;" απαντά ο Αλκιβιάδης. "Το εγκρίνεις, λοιπόν, Ερυξίμαχε; Να τον παραλάβω λοιπόν τον κύριο και να τον τιμωρήσω ενώπιόν σας;

"Ε συ" λέγει ο Σωκράτης "τι έχεις στο νου σου; Προς γελοιοποίηση θα μ’ εγκωμιάσεις; ή κάτι άλλο πρόκειται να κάνεις;"

"Την αλήθεια θα πω. Σκέψου, το επιτρέπεις;"

"Την αλήθεια; Χωρίς άλλο" λεει "σου επιτρέπω, και σε παρακαλώ μάλιστα να την πεις".

"Άρχισα ήδη" είπε ο Αλκιβιάδης. "Και συ, να τι να κάμεις: αν τύχει και πω καμία ανακρίβεια, σταμάτα με, αν θέλεις στη μέση, και λέγε ότι αυτό που λεω είναι ψεύδος. Με το θέλημά μου άλλωστε δεν πρόκειται να πω κανένα ψεύδος. Αν όμως διηγούμαι πότε το ένα πότε το άλλο, όπως τα επαναφέρω στην μνήμην μου, δεν πρέπει να σου φανεί παράδοξο. Δεν είναι διόλου εύκολο, στην κατάσταση που είμαι, ν’ αναπτύξω μία μία με τρόπο και με την σειρά τους τις εκδηλώσεις του αλλόκοτου χαρακτήρα σου.

32. Του Σωκράτη το εγκώμιο, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάνω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύσει, προς γελοιοποίηση. Και όμως η παρομοίωση θα γίνει χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδηση. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι μοιάζει εξαιρετικά μ’ αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχνες, καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς. Αν τους ανοίξεις στα δύο, αποκαλύπτονται πως κλείνουν μέσα αγάλματα θεών. Και πάλι ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύα τον Σάτυρο. Και όσο μεν αφορά την εξωτερική εμφάνιση, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ’ αμφισβητούσες, ότι τους μοιάζεις. Ότι όμως και στα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Είσ’ ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρες. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερο θαυμαστός παρ’ όσον εκείνος. Εκείνος χρειαζόταν μουσικά όργανα, για να σαγηνεύει τους ανθρώπους με την δύναμη που είχε στο στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει στον αυλό τους σκοπούς του. Διότι τ’ αυλητήματα του Ολύμπου στον Μαρσύα τ’ αποδίδω. Εκείνος του τα δίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής είν’ εκείνος που τους παίζει στον αυλό, είτε μία κοινή αυλητρίδα, και μόνοι τους έχουν τη δύναμη να φέρνουν τους ανθρώπους σε έκσταση και ν’ αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θεία την προέλευση, πόσοι έχουν μέσα τους τον πόθο της θεότητας και της μυσταγωγίας. Ενώ εσύ σε τούτο μόνον διαφέρεις απ’ εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνές τις λέξεις προκαλείς το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Εμείς έξαφνα, όποτε ακούμε έναν άλλον ν’ αναπτύσσει λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιάφορους. Αντιθέτως, όταν ακούει κανείς εσένα να μιλάς ή τις ομιλίες σου να διηγείται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ’ ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένουμε εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι.

Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν κινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγιόμουν με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Όποτε τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορο χορό των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδραση της ομιλίας του. Παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλή όποτε άκουγα και τους άλλους δεινούς ρήτορες, εύρισκα πως μιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθεί ποτέ ανάλογη συγκίνηση, ούτε είχε συνταραχθεί η ψυχή μου τόσο, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτηση με την σκέψη πως βρισκόμουν σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Ενώ υπό την επίδραση αυτού του Μαρσύου επανειλημμένα δοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστέψω, πως δεν άξιζε να ζω στη θέση που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ’ αρνηθείς πως είν’ αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν αποφάσιζα να δώσω ακρόαση, δεν θα μπορούσα ν’αντέξω. Τα ίδια θα πάθαινα. Μ’ αναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικά έχω πολλές ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, αλλ’ ασχολούμαι με των Αθηναίων τις υποθέσεις. Βίαια λοιπόν, σαν να ήσαν οι Σειρήνες, φράσσω τ’ αυτιά μου και απομακρύνομαι. Ει δε μη, ολόκληρη την ζωή μου θα δαπανούσα στο πλευρό του καθισμένος, ως που να γεράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα πίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να ντρέπομαι οποιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον ντρέπομαι. Γιατί ξέρω μέσα μου, χωρίς όμως να μπορώ να διαφωνήσω μαζί του, πως δεν χρειάζεται να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά, και όταν απομακρυνθώ, πως υποκύπτω στις τιμές του πλήθους. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και όποτε τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από ντροπή για όσα είχα παραδεχθεί. Είναι περιστάσεις, που θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα στους ζωντανούς και εντούτοις, αν τυχόν γινόταν αυτό, θα ήμουν (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερο δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω κι εγώ τι να κάμω μ’ αυτόν τον άνθρωπο.

33. Και όσον αφορά μεν την επίδραση των αυλημάτων του, αυτά έχουμε δοκιμάσει και εγώ και άλλοι πολλοί ανάλογα, από τούτον εδώ τον Σάτυρο. Ακούστε όμως τώρα και άλλες ενδείξεις, πόσο μοιάζει με τα όντα, με τα οποία εγώ τον συνέκρινα, και πόσο απίστευτη είναι η δύναμη που έχει. Διότι (μην αμφιβάλλετε) κανείς από σας δεν γνωρίζει πραγματικά αυτόν τον άνθρωπο. Εγώ όμως, θα σας τον αποκαλύψω, αφού άπαξ έκαμα την αρχή. Παρατηρείτε λ.χ., πως ο Σωκράτης τρέφει αισθήματα έρωτα προς τους ωραίους νέους και πως τους τριγυρίζει διαρκώς και πως ενώπιόν τους τα χάνει, και αφ’ ετέρου αγνοεί τα πάντα και τίποτε δεν ξέρει - έτσι είναι το ύφος του. Αυτό δεν είναι τρόποι Σιληνού; Και πολύ μάλιστα! Αυτό ακριβώς έχει ενδυθεί απ’ έξω, σαν περίβλημα, όπως ο Σιληνός ο σκαλιστός. Από μέσα όμως, όταν ανοιχθεί, πόσον πλούτο σωφροσύνης, φαντάζεσθε, αγαπητοί μου σύντροφοι, είναι γεμάτος! Πιστεύσετέ με: ούτε όμορφος αν είναι κανείς του κάνει καμία εντύπωση (τουναντίον μάλιστα. Αδιαφορεί σε βαθμό, που κανείς δεν θα το πίστευε), ούτε πλούσιος αν είναι, ούτε άλλο τίποτ’ αν κατέχει από τα χαρίσματα, που καλοτυχίζει ο κόσμος. Όλ’ αυτά τα προσόντα τα θεωρεί τελείως ανάξια και εμάς ένα τίποτε, σας διαβεβαιώ και όλη του την ζωή εξακολουθεί να υποκρίνεται τον αφελή και ν’ αστειεύεται συνεχώς με τους άλλους. Όταν όμως σοβαρευτεί και ανοίξει το εσωτερικό του, δεν ξέρω αν έχει κανείς αντικρύσει τ’ αγάλματα μέσα του. Εγώ όμως τ’ αντίκρυσα κάποτε, και μου φάνταξαν τόσο θεϊκά και χρυσά, τόσο πανέμορφα και εκπληκτικά, ώστ’ έπρεπε χωρίς άλλο να εκτελέσω ο,τιδήποτε μου επέβαλε ο Σωκράτης.

Και επειδή είχα σχηματίσει την ιδέα, πως είχε ενδιαφερθεί σοβαρά για τα θέλγητρα της νεότητάς μου, το θεώρησα εύρημα απροσδόκητο και σύμπτωση ευτυχή, ότι είχα την δυνατότητα να χαρίσω την εύνοιά μου στον Σωκράτη και έτσι να μάθω όλα όσα γνώριζε εκείνος. Είχα άλλωστε εξαιρετική ιδέα για την δύναμη της ομορφιάς μου. Αυτό λοιπόν σκέφτηκα τότε, και ενώ προτού δεν συνήθιζα να τον συναντώ μόνος χωρίς συνοδό υπηρέτη, από τότε απομάκρυνα τον συνοδό μου και έμενα μαζί του μόνος. Οφείλω πράγματι ενώπιόν σας να ομολογήσω ολόκληρη την αλήθεια. Προσέχετε λοιπόν. Και συ, Σωκράτη, αν δεν λεω την αλήθεια, να με διαψεύσεις. Πήγαινα λοιπόν, κύριοι, ολομόναχος μαζί του, και περίμενα, ότι εκείνος δεν θ’ αργούσε να φέρει τον λόγο στο ζήτημα για το οποίο ένας εραστής θα μιλούσε με τον αγαπημένο του μέσα στην απομόνωση, και είχα εκ των προτέρων μεγάλη χαρά. Ε λοιπόν! τίποτε απολύτως απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε. Έκανε μαζί μου τις συνηθισμένες συζητήσεις, περνούσε τακτικά την ημέρα του μαζί, και έπειτα σηκωνόταν και έφευγε. Ύστερα τον προκάλεσα να γυμνασθεί μαζί μου. Και γυμναζόμαστε μαζί με την ελπίδα πως έτσι θα καταλήξω οπωσδήποτε σε ένα τέλος. Και πράγματι εγυμνάζετο και πάλευε μαζί μου συχνά, χωρίς να είναι κανείς παρών. Τι να σας τα λεω; Αποτέλεσμα κανένα δεν έφερα. Αφού λοιπόν μ’ αυτά τα μέσα δεν κατόρθωνα διόλου τον σκοπό μου, αποφάσισα να του επιτεθώ εξ εφόδου και να μην υποχωρήσω στις προσπάθειες, που είχα ήδη αρχίσει, μόνο να μάθω επιτέλους, τι συμβαίνει. Τον προσκαλώ λοιπόν σε δείπνο, απαράλλακτα όπως ένας εραστής, που ζητεί να παραπλανήσει τον αγαπημένο του. Και αυτό ακόμη το θέλημα δεν μου το έκαμε αμέσως. Αλλ’ όμως με τον καιρόν πείσθηκε οπωσδήποτε. Την πρώτη λοιπόν φορά που ήλθε, θέλησε μετά το δείπνο να φύγει. Εγώ τότε από ντροπή τον άφησα. Στη δεύτερη όμως παγίδευση που του έστησα, όταν τελείωσε το δείπνο μας, παρέτεινα την συζήτηση ως αργά τη νύκτα, και όταν εκείνος ζήτησε ν’ αναχωρήσει, εγώ, με την πρόφαση πως ήταν η ώρα περασμένη, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν ν’ αναπαυθεί στο διπλανό μου ντιβάνι, στο ίδιο που είχε επίσης δειπνήσει. Κανένας δεν κοιμόταν στο δωμάτιο άλλος, μόνο εμείς.

Ως εδώ μεν δεν θα ήταν απρεπές να διηγηθώ την ιστορία μου στον καθένα. Τα απ’ εδώ και πέρα όμως δεν θα τα ακούγατε ποτέ από το στόμα μου, αν πρώτα μεν μέσα στο κρασί, όπως λέγει η παροιμία, με παιδιά ή και χωρίς παιδιά, δεν ήταν η ειλικρίνεια. Έπειτα θα ήταν αδικία, μου φαίνεται, να παραδώσω στην λήθη ένα κατόρθωμα υπερήφανο του Σωκράτη, αφού άρχισα τον έπαινό του. Εκτός αυτού δοκιμάζω και εγώ το πάθημα του ανθρώπου, που δάγκωσε η έχιδνα. Όποιος το πάθει, λένε, δεν δέχεται να το περιγράψει πως ήταν, παρά μόνο σε εκείνους, που έχουν κάποτε δαγκωθεί. Μόνο αυτοί, φαντάζεται, θα ήταν σε θέση να τον καταλάβουν και να τον συγχωρήσουν, αν υπό το κράτος του πόνου παρεφέρθει να πράξει και να εκστομίσει το κάθε τι. Έτσι και εγώ, δαγκωμένος από κάτι οδυνηρότερο και στο πιο ευαίσθητο σημείο, που μπορεί κανείς να δαγκωθεί - στην καρδιά μου δηλαδή ή την ψυχή ή οπωσδήποτε πρέπει να το ονομάσουμε, μ’ εκτύπησαν και μ’ εδάγκασαν της φιλοσοφίας οι λόγοι. Και τρυπούν αγριότερα από την έχιδνα, αν πέσουν πάνω σε ενός νέου όχι κοινού την ψυχή, και παρασύρουν σε κάθε παράφορη πράξη και λόγο - εξ άλλου έχοντας ενώπιόν μου ανθρώπους, όπως ο Φαίδρος, ο Αγάθων, ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστόδημος και Αριστοφάνης (τον ίδιο τον Σωκράτη δεν χρειάζεται ν’ αναφέρω) και τόσους άλλους - όλοι σας άλλωστε έχετε μεταλάβει από τον παράφορο ενθουσιασμό και τον διονυσιασμό της φιλοσοφίας, γι’ αυτό και όλοι σας θα τ’ ακούσετε. Έτσι θα με συγχωρήσετε για όσα τότε έπραξα και όσα τώρα λεω. Και σεις οι δούλοι και όποιος άλλος παρίσταται αμύητος και άξεστος, με θυρόφυλλα πολύ μεγάλα φράξετε τ’ αυτιά σας.

34. Λοιπόν κύριοι. Ο λύχνος είχε σβήσει και οι δούλοι ήσαν έξω. Έκρινα τότε, πως έπρεπε ν’ αφήσω τις περιστροφές απέναντί του και ελεύθερα να του πω τι είχα στο νου μου. Τον σκούντησα λοιπόν και του είπα: "Σωκράτη κοιμάσαι;"

"Καθόλου" μου λέγει.

"Ξέρεις λοιπόν, τι έχω σκεφθεί;"

"Σαν τι;" μου είπε.

"Νομίζω" του λεω "ότι είσαι εσύ ο μόνος εραστής, που απεδείχθη άξιός μου. Αλλά μου δημιουργείς την εντύπωση, ότι δειλιάζεις να μου κάμεις λόγο γι’ αυτό. Εγώ όμως, να πως σκέπτομαι: Βρίσκω πως είναι πολύ ανόητο να μη σου κάμω και τούτο το θέλημα και ό,τι άλλο επίσης χρειάζεσαι τυχόν είτε από την δική μου είτ’ από των φίλων μου την περιουσία. Άλλωστε δεν υπάρχει για μένα σημαντικώτερο πράγμα παρά να γίνω όσο είναι δυνατόν τελειότερος. Και προς τούτο κανένα συμπαραστάτη δεν έχω, νομίζω, αρμοδιότερο εκτός από σένα. Σε παρόμοιο λοιπόν άνθρωπο αν δεν χάριζα την εύνοιά μου, θα ντρεπόμουν πολύ περισσότερο τους ανθρώπους με κρίση, παρ’ όσο, αν την χάριζα, θα ντρεπόμουν το πλήθος το άκριτο".

Αυτός με άκουσε και μου απάντησε με πολλή ειρωνεία, μ’ εκείνο το ιδιαιτέρως χαρακτηριστικό και συνηθισμένο ύφος του.

"Αγαπητέ μου Αλκιβιάδη, φαίνεσαι, μα την αλήθεια, να μην είσαι κακός υπολογιστής, αν βέβαια είναι αληθινά όσα λες, για μένα, και αν υπάρχει μέσα μου κάποια δύναμη, με την βοήθεια της οποίας θα μπορούσες να γίνεις τελειότερος. Προφανώς ένα κάλλος απερίγραπτο θα διακρίνεις μέσα μου, ανώτερο πάρα πολύ από την ωραία σου μορφή. Αυτό λοιπόν βλέπεις και γι’ αυτό θέλεις να συντροφεύσουμε και να κάνουμε ανταλλαγή καλλονής. Έτσι αποβλέπεις να πραγματοποιήσεις σε βάρος μου κέρδος όχι ασήμαντο. Ζητάς ν’ αποκτήσεις σε αντάλλαγμα του φαινομενικού το κάλλος το αληθινό, και το σχέδιό σου είναι πράγματι χάλκινα να δώσεις και χρυσά να πάρεις. Μα καλότυχε. Συλλογίσου καλύτερα. Ίσως δεν αξίζω τίποτε, και συ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είναι γνωστό, του πνεύματος η όραση αρχίζει να βλέπει πιο καθαρά, όταν η όραση των οφθαλμών πλησιάζει να παρακμάσει, και συ απέχεις ακόμη απ’ αυτό πολύ".

Και εγώ όταν τα άκουσα, του λεω:

"Ό,τι είχα εκ μέρους μου να πώ, αυτό είναι. Τίποτε δεν πρόφερε το στόμα μου διαφορετικά απ’ ότι σκέπτομαι. Σκέψου τώρα και μόνος σου ό,τι θεωρείς και δια τον εαυτόν σου το καλύτερο και δι’ εμέ".

"Αυτό μάλιστα, το είπες σωστά. Στο μέλλον θ’ αποφασίσουμε και θα ενεργήσουμε, όπως θα φανεί και στους δύο μας συμφερότερο και ως προς αυτό το ζήτημα και ως προς τα άλλα".

Εγώ λοιπόν τότε υπέθετα, ότι τον είχαν ήδη πληγώσει τα λόγια που αντάλλαξα μαζί του και είχα εκτοξεύσει, περίπου, ως βέλη. Σηκώθηκα λοιπόν και χωρίς πλέον να του αφήσω καιρό να προσθέσει τίποτε, τον σκέπασα με τον μανδύα μου (ήταν χειμώνας τότε), ξάπλωσα κάτω από την κουβέρτα του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του αληθινά δαιμονίου και εξαιρετικού αυτού όντος και έμεινα πλαγιασμένος έτσι ολόκληρη την νύκτα. Και αυτή τη φορά, Σωκράτη, δεν θα ισχυρισθείς πως είναι ψεύδη αυτά που λέω. Ε λοιπόν! Μ’ όλα που έκαμα εγώ, αυτός εδείχθη τόσο ανίκητος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσο τα περιφρόνησε και τα γελοιοποίησε, τόσο με ταπείνωσε - και όμως πίστευα πως κάποια αξία είχε αυτό το πράγμα, κύριοι δικασταί. Διότι δικασταί, ναι, είσθε της υπερηφάνειας του Σωκράτη. Μάθετε λοιπόν, σας ορκίζομαι στους θεούς, στις θεές, κοιμήθηκα και ξύπνησα στο πλευρό του Σωκράτη, χωρίς να συμβεί τίποτε περισσότερο παρ’ ό,τι αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή μ’ έναν αδελφό μεγαλύτερο.

35. Και τώρα ύστερ’ από το επεισόδιο αυτό, πως φαντάζεσθε την ψυχική μου κατάσταση; Από το ένα μέρος πίστευα, πως είχα εξευτελισθεί. Από το άλλο μ’ εθάμβωνε η προσωπικότητα τούτου, η αυτοκυριαρχία και η δύναμη της θελήσεώς του. Είχα ευρεθεί ενώπιον ανθρώπου, που όμοιό του στην φρόνηση και την ευστάθεια δεν περίμενα ποτέ να συναντήσω. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ούτε να θυμώσω επιτέλους είχα την δύναμη και να στερηθώ επομένως την συναναστροφή του, ούτε να τον παρασύρω εύρισκα κανένα μέσον. Διότι με χρήματα (αυτό το ήξερα καλά) ήταν απ’ όλα τα μέρη άτρωτος, περισσότερο παρ’ ό,τι ο Αίας με σίδηρο. Και αφ’ ετέρου από το μέσον, με το οποίο και μόνο έκρινα πως θα μπορούσε να παγιδευτεί, μου είχε διαφύγει. Βρισκόμουν λοιπόν σε αδιέξοδο και γύριζα αιχμαλωτισμένος πέρα ως πέρα απ’ αυτόν τον άνθρωπο, όσο κανείς από κανέναν στον κόσμο.

Είχαν προηγηθεί όλ’ αυτά τα γεγονότα της ζωής μου, όταν κατόπιν μου έτυχε να υπηρετήσουμε μαζί στην εκστρατεία της Ποτείδαιας και να είμαστε εκεί ομοτράπεζοι. Λοιπόν εκεί στις κακουχίες πρώτον υπερτερούσε όχι μόνον από εμένα, αλλά και από όλους μαζί τους άλλους. Όποτε π.χ βρισκόμαστε στην ανάγκη λόγω αποκοπής των συγκοινωνιών, όπως συμβαίνει δα στο μέτωπο, να περάσουμε χωρίς τροφή, δεν ήσαν τίποτε οι άλλοι συγκρινόμενοι μ’ αυτόν ως προς την αντοχή. Και πάλι όταν είχαμε καλοπέραση, μόνος αυτός ήταν σε θέση να την χαρεί. Προ πάντων στην οινοποσία. Δεν την επεδίωκε, αλλά όποτε τον υποχρέωναν να πίνει, τους έβαζε όλους κάτω, και το περισσότερο απίστευτο απ’ όλα: μεθυσμένο τον Σωκράτη δεν έχει δει ποτέ του άνθρωπος. Γι’ αυτό άλλωστε θα σας δοθεί, ελπίζω, και τώρα αμέσως η απόδειξη. Όσον αφορά πάλι την αντοχή του στο ψύχος (και οι χειμώνες εκεί πάνω είναι δριμύτατοι) έκανε θαύματα. Ιδίως κάποτε που ήταν παγωνιά όσο γίνεται διαπεραστική: κανένας δεν ξεμύτιζε από μέσα ή, όποτε έβγαινε κανείς, φορούσαν όλοι ένα πλήθος πρόσθετα ρούχα και παπούτσια και είχαν τυλιγμένα τα πόδια τους σε δέρματα προβάτων. Ε λοιπόν! αυτός υπ’ αυτές τις συνθήκες φορούσε, όταν έβγαινε έξω, τα ίδια ρούχα, όπως και πρωτύτερα συνήθιζε να φοράει, και βάδιζε ανυπόδητος πάνω στον πάγο με μεγαλύτερη άνεση, παρ’ όσο οι άλλοι με τα παπούτσια τους. Και οι στρατιώτες τον στραβοκοίταζαν, νομίζοντας πως ήθελε να τους εξευτελίσει.

36. Και αυτά μεν σχετικά με το ζήτημα αυτό. Αξίζει όμως ν’ ακούσετε

το τι έκανε κι ετράβηξε αυτός ο αντρειωμένος

κάποτ’ εκεί στο μέτωπο. Συγκεντρωμένος δηλαδή σε μία σκέψη του, στεκόταν από την αυγή εκεί και συλλογιζόταν. Και επειδή δεν προχωρούσε στην σκέψη, αντί να παραιτηθεί, εξακολουθούσε να στέκεται και να την ζητά. Και είχε μεσημεριάσει πλέον, και ο κόσμος το πήρε είδηση και με κατάπληξη ανακοίνωσε ο ένας στον άλλον, ότι ο Σωκράτης από το πρωί στέκεται εκεί και παρακολουθεί κάποια σκέψη του. Στο τέλος (είχε βραδιάσει εν τω μεταξύ) μετά το δείπνο μερικοί Ίωνες έσυραν έξω τα στρώματά τους (καλοκαίρι ήταν τότε). Αφ’ ενός μεν για να κοιμηθούν στα δροσερά, αφ’ ετέρου δε για να παραφυλάξουν, αν θα έστεκε έτσι ακίνητος και τη νύκτα. Και αυτός έμεινε πράγματι όρθιος, ως που χάραξε η αυγή και ανέτειλε ο ήλιος. Ύστερα έκαμε την προσευχή του στον ήλιο και απομακρύνθηκε.

Αν αγαπάτε τώρα, στις μάχες. Είναι δίκαιο άλλωστε να του αποδώσω εξάπαντος αυτό τον έπαινο. Κατά τη διάρκεια δηλαδή της μάχης, μετά την έκβαση της οποίας οι στρατηγοί μου απένειμαν το βραβείο της ανδρείας, αυτός με έσωσε, κανένας άλλος. Είχα πληγωθεί. Αυτός όμως δεν δέχθηκε να μ’ εγκαταλείψει, αλλά έσωσε από την μάχη και τα όπλα μου και μαζί και εμένα τον ίδιο. Και εγώ μεν και τότε επέμενα, Σωκράτη, να δώσουν οι στρατηγοί το βραβείο της ανδρείας σε σένα. Ως προς αυτό τουλάχιστον δεν θα έχεις κανένα παράπονο εναντίον μου, ούτε θα πεις ότι ψεύδομαι. Εντούτοις οι στρατηγοί, από σεβασμό προς την κοινωνική μου θέση, ήθελαν ν’ απονείμουν σε μένα το βραβείο. Και εσύ τότε έδειξες μεγαλύτερη προθυμία από τους στρατηγούς, εγώ να το λάβω και όχι εσύ. Εκτός από αυτά, κύριοι, θα άξιζε τον κόπο να παρακολουθήσετε τον Σωκράτη την εποχή που ο στρατός μας πανικόβλητος οπισθοχωρούσε από την μάχη του Δηλίου. Έτυχε πράγματι να βρεθώ εκεί υπηρετώντας στο ιππικό, αυτός δε στο πεζικό. Οπισθοχωρούσε λοιπόν, ενώ το πλήθος είχε ήδη διασκορπισθεί, αυτός και μαζί του ο Λάχης. Και εγώ τυχαίως τους συναντώ, και αμέσως τους φωνάζω, μόλις τους είδα, να μη φοβούνται και δε θα τους αφήσω, τους έλεγα. Σε αυτή λοιπόν, σας λέγω, την περίσταση αντίκρυσα ωραιότερο παρ’ όσο στην Ποτείδαια το θέαμα του Σωκράτη. Γιατί σαν έφιππος δεν χρειαζόταν τόσο να φοβάμαι προσωπικά. Πρώτα πρώτα, πόσο ανώτερος ήταν από τον Λάχητα στο να διατηρεί την ψυχραιμία του. Έπειτα μου παρείχε την εντύπωση όπως αναφέρεις και συ, Αριστοφάνη, ότι και εκεί βάδιζε τον δρόμο του ακριβώς όπως και εδώ, κορδωμένος και με τα μάτια του ριγμένα ποτ’ εκεί και ποτ’ εδώ. Ατάραχος κοίταζε δεξιά και αριστερά φίλους και εχθρούς και φανέρωνε από πολύ μακριά στον καθένα, ότι αν άπλωνε κανείς επάνω του, θ’ αντισταθεί ο άνθρωπος αυτός με σθένος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και υποχωρούσε με κάθε ασφάλεια και αυτός και ο άλλος. Γιατί στον πόλεμο, όσους τηρούν ανάλογη στάση, καταντά μήτε να τους αγγίζουν καν. Προτιμούν να κυνηγούν εκείνους, που το έχουν βάλει πανικόβλητοι στα πόδια.

Υπάρχουν ακόμη και άλλα πολλά και αξιοθαύμαστα, που θα είχε κανείς να προσθέσει σε έπαινο του Σωκράτη. Αλλά ως προς τις άλλες μεν ιδιότητες θα μπορούσε ίσως ν’ αποδώσει κανείς παρόμοια και σε έναν άλλο. Το ότι όμως δεν μοιάζει με κανένα άνθρωπο ούτε από τους αρχαίους ούτε από τους σύγχρονους, αυτό επιβάλλει κάθε θαυμασμό. Τι ήταν π.χ. ο Αχιλλέας, θα μπορούσες να έχεις μία εικόνα από τον Βρασίδα και άλλους. Και πάλι τι ήταν ο Περικλής, από τον Νέστορα και τον Αντήνορα και δεν είναι αυτοί μόνοι. Και για τους άλλους επίσης θα μπορούσες να βρεις αναλογίες παρόμοιες. Άνθρωπο όμως, του είδους που υπήρξε αυτός, αλλόκοτος και ο ίδιος και οι λόγοι του, ούτε κατά προσέγγιση δεν θα βρεις, όσο και να ζητήσεις. Ούτε μεταξύ των αρχαίων ούτε μεταξύ των συγχρόνων - εκτός αν τον παραβάλλεις μ’ αυτούς που λεω, όχι με άνθρωπο οποιονδήποτε, αλλά με τους Σιληνούς και τους Σατύρους, και τον ίδιο και τις ομιλίες του.

37. Διότι - και παρέλειψα ν’ αναφέρω τούτο από την αρχή - και οι συνδιαλέξεις του έχουν καταπληκτική πράγματι ομοιότητα με τους Σιληνούς, που ανοιγοκλείνουν. Όποιος π.χ. θελήσει τυχόν να παρακολουθήσει τις συζητήσεις του Σωκράτη, θα του έκαναν κατ’ αρχάς πολύ κωμική εντύπωση: Αυτή την εμφάνιση έχουν και οι λέξεις και οι εκφράσεις, με τις οποίες είν’ επενδυμένες εξωτερικά, σαν με το δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους αναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους και χαλκωματάδες και πετσωτήδες και βυρσοδέψες, και παρουσιάζεται σαν να επαναλαμβάνει συνεχώς τα ίδια με τις ίδιες λέξεις. Έτσι, οποιοσδήποτε άνθρωπος άπειρος και επιπόλαιος θα γελούσε με τις συζητήσεις του. Όταν όμως τις δεις ν’ ανοίγωνται και όσο περισσότερο εισδύεις στο βάθος τους, θα βρεις τότε, πρώτα μεν ότι είναι οι μόνες συζητήσεις που έχουν νόημα, έπειτα ότι είναι θείες σε ύψιστο βαθμό και κρύβουν μέσα τους πλήθος αγάλματα αρετής, και πλήθος είναι τα ζητήματα που αγγίζουν, ή μάλλον όλα όσα οφείλει να έχει υπ’ όψη του οποιοσδήποτε πρόκειται να γίνει τέλειος άνθρωπος.

Αυτά είναι, κύριοι, όσα έχω να επαινέσω εγώ στον Σωκράτη. Και όσα πάλι παράπονα έχω εναντίον του, τα έβαλα μέσα στην ομιλία μου, τις προσβολές που μου έκαμε. Και δεν είμαι ο μόνος, που έχει μεταχειρισθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και τον Χαρμίδη του Γλαύκωνος και τον Ευθύδημο του Διοκλέους και ένα μεγάλο αριθμό άλλων. Τους εξαπατά, πως είν’ εραστής τους, και στο τέλος καταντά να γίνεται ο ίδιος ερώμενος αντί για εραστής. Το ίδιο επίσης λεω και προς σε, Αγάθωνα. Να μην αφήσεις να σ’ εξαπατήσει αυτός εδώ, μόνο να πάρεις τα μέτρα σου, τώρα που έμαθες από τα παθήματα τα δικά μας, ώστε να μη σου γίνει μάθημα το πάθημα, όπως στον ανόητο της παροιμίας".

38. Αυτά είπε ο Αλκιβιάδης, και αμέσως αντήχησαν γέλια για την ελευθεροστομία του, επειδή φαινόταν να είν’ ερωτευμένος ακόμη με τον Σωκράτη.

Τότε ο Σωκράτης "Αμέθυστο σε βρίσκω Αλκιβιάδη" του λεει. "Ειδεμή, δεν θα μεταχειριζόσουν τόσο επιδέξιες τεχνικές περιστροφές, προσπαθώντας ν’ αποκρύψεις το ελατήριο, χάριν του οποίου ανάπτυξες όλ’ αυτά, και δεν θα το τοποθετούσες στο τέλος, σαν να το ανέφερες δήθεν στη ροή του λόγου. Σά να μην ήταν η πρόθεση της όλης σου ομιλίας να μας βάλεις να μαλώσουμε εγώ και ο Αγάθωνας, με την πεποίθηση ότι έχουμε καθήκον, εγώ μεν κανέναν άλλον να μην αγαπώ εκτός από σένα, ο δε Αγάθων κανενός άλλου τον έρωτα να μη δέχεται παρά μόνο τον δικό σου. Αλλά δεν μας γελάς. Όλη σου αυτή η σκηνοθεσία με τους Σατύρους και τους Σιληνούς ξεσκεπάσθηκε τελείως. Καλέ μου Αγάθων, ας μη του περάσει, όχι. Μόνο έχε τον νου σου, κανείς να μη βάλει σκάνδαλα μεταξύ μας".

Και ο Αγάθων είπε: "Αλήθεια Σωκράτη, σαν να μου φαίνεται πως έχεις δίκιο. Το συμπεραίνω άλλωστε και από το ότι πήγε και πλάγιασε ανάμεσά μας, με την πρόθεση να μας χωρίσει. Ε, λοιπόν! δεν θα του περάσει. Θα έλθω και εγώ να πλαγιάσω κοντά σου".

Ναι!" λέγει ο Σωκράτης "εδώ έλα και πλάγιασε στα πόδια μου".

"Θεέ μου" φώναξε ο Αλκιβιάδης "τι υποφέρω πάλι απ’ αυτόν τον άνθρωπο! Σε όλα εννοεί να με υπερτερεί. Επιτέλους, καημένε, αν όχι τίποτ’ άλλο, άφησε τουλάχιστον τον Αγάθωνα να κάθεται ανάμεσά μας"

"Α όχι! αυτό δεν γίνεται" λεει ο Σωκράτης. "Εσύ έπλεξες το εγκώμιό μου. Πρέπει τώρα και εγώ να πλέξω το εγκώμιο του προς τα δεξιά. Αν λοιπόν καθίσει ο Αγάθων προς τα πόδια σου, θα πρέπει τότε (δεν είν’ έτσι;) εμέ και πάλι να εγκωμιάσει, αντί να εγκωμιασθεί εκείνος από εμένα. Μα έλα άφησε, αδελφέ, και μη ζηλεύεις το παλληκάρι, αν θα το εγκωμιάσω. Εξ άλλου αισθάνομαι ζωηρή επιθυμία να του πλέξω το εγκώμιο".

"Τι ωραία!" λεει ο Αγάθωνας. "Αλκιβιάδη, αδύνατον να μείνω αυτού. Οπουδήποτ’ αλλού θα σηκωθώ και θα πλαγιάσω, για ν’ ακούσω τον πανηγυρικό μου από τον Σωκράτη".

"Να τα πάλι" λεει ο Αλκιβιάδης "τα συνηθισμένα! Όπου είναι παρών ο Σωκράτης, είναι αδύνατο άλλος κανείς να έλθει σε επικοινωνία με τους ωραίους. Να και τώρα πάλι, τι εύκολα που βρήκε μία δικαιολογία πιστευτή, ώστε να πλαγιάσει κοντά του εκείνος!".

39. Ενώ λοιπόν ο Αγάθων σηκωνόταν για να καθίσει κοντά στον Σωκράτη, έξαφνα εμφανίσθηκαν πλήθος άνθρωποι στην πόρτα. Την βρήκαν ανοικτή, επειδή έβγαινε κάποιος εκείνη τη στιγμή, και τράβηξαν κατ’ ευθείαν μέσα και πήραν θέση κοντά τους. Γέμισε τότε όλο το σπίτι θόρυβο, και χωρίς καμιά πλέον τάξη υποχρεώθηκαν να πίνουν πάρα πολύ κρασί.

Και ο μεν Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος με μερικούς άλλους, λέγει ο Αριστόδημος, έσπευσαν να φύγουν. Τον ίδιο, τον πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε πάρα πολύ (γιατί οι νύχτες ήταν μεγάλες), ξύπνησε δε προς τα ξημερώματα, όταν λάλησαν πλέον οι πετεινοί. Όταν ξύπνησε, είδε πως οι άλλοι όλοι είχαν αποκοιμηθεί ή είχαν φύγει, ο Αγάθωνας δε και ο Αριστοφάνης και ο Σωκράτης μόνοι ήταν ακόμη άγρυπνοι και έπιναν από ένα μεγάλο κύπελλο από αριστερά προς τα δεξιά. Ο Σωκράτης συζητούσε μαζί τους. Εντούτοις όλα όσα έλεγαν δεν τα συγκράτησε, λέγει ο Αριστόδημος, στη μνήμη του. Γιατί αφ’ ενός μεν δεν τα είχε παρακολουθήσει εξ αρχής, αφ’ ετέρου δε ήταν μισονυσταγμένος. Οι γενικές γραμμές όμως, ήταν, λεει, ότι ο Σωκράτης τους αποσπούσε την ομολογία, ότι είναι έργο του ίδιου προσώπου να γνωρίζει να συνθέτει και τραγωδία και κωμωδία και ότι, όποιος είναι τεχνίτης ποιητής τραγωδιών, είναι συγχρόνως και κωμωδιών ποιητής. Σε αυτά εκείνοι αναγκάζονταν να συμφωνήσουν, χωρίς να παρακολουθούν ενεργά, γιατί εν τω μεταξύ νύσταξαν. Πρώτος αποκοιμήθηκε ο Αριστοφάνης, κατόπιν, όταν είχε πια ξημερώσει, και ο Αγάθωνας.

Τότε ο Σωκράτης, αφού τους έβαλε να κοιμηθούν, σηκώθηκε και έφυγε. Αυτός τον ακολούθησε, όπως συνήθως. Όταν έφθασε στο Λύκειον, πλύθηκε και ασχολήθηκε το υπόλοιπο της ημέρας όπως πάντα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πέρασε την ημέρα του, και ύστερα προς το βράδυ πήγε στο σπίτι του ν’ αναπαυθεί.

Utskriven 25/12/2024
Från sidan Babis Kalkitsas
kalkitsas.com/sv/sx_printText.asp?textID=34